Η υπέρβαση της όποιας κρίσης απαιτεί, πρωτίστως, τη δημιουργία και καλλιέργεια μιας νέας βιοθεωρίας για τη νέα γενιά, μιας βιοθεωρίας που παράγει όραμα ζωής, αυτοπεποίθηση και αποτελεσματικές λύσεις για τα ατομικά και συλλογικά προβλήματα με μέσο τη γνώση. Γνώση που θα μπορεί εύκολα να γίνεται πολυεπίπεδη (κοινωνική, πολιτική, επαγγελματική) δράση μετασχηματισμού των θεμελιωδών δομών της ζωής, όταν αυτές παρακμάζουν.
Τη γνώση της δράσης αδυνατεί να τη διαμορφώσει σήμερα το υπάρχον ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα. Επομένως, είμαστε υποχρεωμένοι να αναθεωρήσουμε τη φιλοσοφία και την παγιωμένη πρακτική που καθορίζει τους στόχους, την οργάνωση και το περιεχόμενο του εκπαιδευτικού συστήματος, ειδικά σε ό, τι αφορά στην πρωτοβάθμια και στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση.
Το νέο παιδαγωγικό παράδειγμα για τη γνώση της δράσης
Χρειάζεται, δηλαδή, να προωθήσουμε ένα νέο παιδαγωγικό παράδειγμα που θα δημιουργεί στους νέους, από την κρίσιμη παιδική και εφηβική τους ηλικία, τα εσωτερικά κίνητρα για να αναζητούν, με καινοτομική σκέψη και αυτόνομη δράση, την επίλυση των ατομικών και συλλογικών προβλημάτων τους επινοώντας πρωτότυπες και αποτελεσματικές λύσεις – διεξόδους. Αυτές θα γίνονται αποδεκτές ως πιθανά σενάρια λύσεων και θα βρίσκουν αμέσως χώρο εφαρμογής σε πραγματικές συνθήκες.
Η εφαρμογή, όμως, της νέας παιδαγωγικής θεώρησης, προϋποθέτει ότι το περιβάλλον της εκπαιδευτικής διαδικασίας θα μετασχηματιστεί, πρώτα από όλα, σε ένα δυναμικό, ανοιχτό σύστημα που διαρκώς ενθαρρύνει και εκπαιδεύει το νου να ξεπερνά και, ως ένα βαθμό, να αποστρέφεται τη συνήθεια, την «πεπατημένη» οδό, την εμμονή στην άστοχη επανάληψη τρόπων σκέψης και συμπεριφοράς που επιβάλλονται από παγιωμένες ιδεοληψίες και έχουν αποτύχει στην πράξη. Στον αντίποδα του σημερινού εκπαιδευτικού περιβάλλοντος, του εγκλωβισμένου στην μονοδιάστατη, αποσπασματική προσέγγιση, το οποίο αποστρέφεται κάθε αλλαγή ως κίνδυνο, το νέο πρότυπο παιδαγωγικής και μάθησης παράγει, προτείνει και ενισχύει νέους τρόπους ανάλυσης, ερμηνείας και διαχείρισης της ύπαρξης και της ζωής καλλιεργώντας στους μαθητές μας τη νοοτροπία της πολυπρισματικής και ολιστικής θεώρησής της πραγματικότητας, μαθαίνοντάς τους παράλληλα να αναγνωρίζουν, να καθορίζουν δυναμικά και να εμπιστεύονται τις πηγαίες νοητικές τους δυνάμεις.
Το επιστημονικό – συστηματικό πλαίσιο που μπορεί να στηρίξει την προαναφερόμενη αλλαγή μπορεί να αντληθεί από προηγμένους, σύγχρονους επιστημονικούς χώρους, όπως η γνωστική παιδαγωγική και ψυχολογία, η επιστήμη των συστημάτων, η γνωσιακή επιστήμη, η επιστήμη της πληροφορίας και οι νευροεπιστήμες.
Εκπαίδευση προσανατολισμένη στη λειτουργία και ανάπτυξη του εγκεφάλου
Τα πορίσματα όλων αυτών των επιστημονικών κλάδων συντείνουν στο ότι η βιολογική βάση της συνειδητότητας και της μάθησης, ο εγκέφαλος, είναι ένα ανοιχτό, μη γραμμικό, δυναμικό σύστημα λειτουργιών και άπειρων πιθανών δυνατοτήτων, που διακρίνεται από εγγενή πλαστικότητα και επιστρατεύει πάντοτε την αυτό-οργάνωση των δομών του, προκειμένου να ανταποκρίνεται επαρκέστερα στις ανάγκες που τίθενται επιτακτικά από το εξωγενές περιβάλλον που κάθε φορά αντιμετωπίζει. Μάλιστα, οι «επιδόσεις» ανταπόκρισής του σ΄ αυτό αυξάνονται εκθετικά, εφόσον «γυμναστεί» μέσα σε οργανωμένα μαθησιακά – κοινωνικά περιβάλλοντα εμπλουτισμένα με πολλαπλά ερεθίσματα, ικανά να προκαλούν την περαιτέρω αναδιοργάνωση και εξέλιξη των άπειρων νευρωνικών δικτύων που διαθέτει.
Η πολυερεθισματική αυτή πραγματικότητα, την οποία επαγγέλλεται το νέο πρότυπο οργάνωσης της εκπαίδευσης και η οποία, φυσικά, θα πρέπει να είναι αντίστοιχη με την εξελικτική ανάπτυξη το νευρικού συστήματος των μαθητών, επιδρά ταυτόχρονα σε πολλά επίπεδα των λειτουργιών του εγκεφάλου, αφυπνίζει τις νευρικές συνάψεις και «αναδεύοντας» δυναμικά την πολυπλοκότητά των δικτύων τους, δημιουργεί ολοένα και περισσότερες συνδέσεις μεταξύ νευρωνικών ομάδων, οργανώνοντας καινούργιες λειτουργικές ομαδοποιήσεις νευρώνων και συνδέοντας μεταξύ τους διαφορετικές εγκεφαλικές περιοχές. Η εκρηκτική πυροδότηση των νευρωνικών συνάψεων για τη δημιουργία και διασύνδεση υπαρχόντων και νέων νοητικών χαρτών, σηματοδοτεί την ποιοτική αναβάθμιση της συνολικής εγκεφαλικής λειτουργίας καθιστώντας τον εγκέφαλο ικανό να αφομοιώνει, να οργανώνει και να χρησιμοποιεί πληροφορίες ανώτερης ποιότητας για την αυτογνωσία, την ετερογνωσία και την επιτυχή προσαρμογή του ατόμου στις συνθήκες που καλείται να ζήσει.
Αν, επομένως, οργανώσουμε το εκπαιδευτικό μας σύστημα προς την κατεύθυνση αυτή, δημιουργώντας δηλαδή, μεθοδικά, περιεχόμενο σπουδών, προγράμματα και διδακτικές διαδικασίες με γνώμονα την ενίσχυση και τη διασύνδεση των νοητικών χαρτών του εγκεφάλου σε κάθε εξελικτική -αναπτυξιακή φάση των μαθητών, τότε, από τη μια η μάθηση γίνεται πιο εύκολη και ευχάριστη γι΄ αυτούς και από την άλλη, αναπτύσσεται η ικανότητά τους για την αποτελεσματική και ευφυή εφαρμογή όσων μαθαίνουν στην πραγματική ζωή (η γνώση δράσης). Στην περίπτωση αυτή ο κόσμος των πληροφοριών που αποκτά κάποιος στο σχολείο αποτελεί ένα πλήρως αφομοιωμένο και νευρωνικά κατανεμημένο στον εγκέφαλο απόθεμα νοητικών αναπαραστάσεων που μπορεί να χρησιμοποιεί, με αυτονομία, επιλογή και αυτοπεποίθηση για την επίλυση προβλημάτων, πράγμα που διασφαλίζει και την άμεση ανταπόκριση σε μη προβλέψιμες εκδοχές της πραγματικότητας. Κάθε φορά, λοιπόν, που η συνείδηση βρίσκεται μπροστά σε μια κατάσταση «αιφνιδιασμού» από τον εξωτερικό κόσμο, το άτομο, που έχει καλλιεργήσει τις διαδικασίες αυτό-οργάνωσης του εγκεφάλου του, θα διαθέτει ετοιμότητα απέναντι στο απρόβλεπτο, αντιδρώντας στον αιφνιδιασμό με την αναδιοργάνωση των αναπαραστάσεων και των διαμορφωμένων νοητικών συστημάτων του ώστε να προσαρμοστεί στη νέα και πρωτόγνωρη πραγματικότητα.
Διαθεματικότητα για την ολιστική προσέγγιση
Η δρομολόγηση της εφαρμογής των παραπάνω, επιβάλλει, το περιεχόμενο και η πράξη της εκπαίδευσης, να διαμορφώνεται με τρόπο ώστε να καθοδηγεί εκπαιδευτικούς και μαθητές στη δόμηση και υιοθέτηση ενός ολιστικού μοντέλου ανάλυσης και ερμηνείας των φυσικών, κοινωνικών και ψυχολογικών φαινομένων που τίθενται καθημερινά από την επιστήμη και τη ζωή. Γι’ αυτό και ως βασικότερος άξονας οργάνωσης των προγραμμάτων σπουδών αναδεικνύεται η διαθεματικότητα, η οποία απαιτεί την κατάκτηση του μαθησιακού υλικού με τη σύνθεση ποικίλων και διαφορετικής μεθοδολογίας προσεγγίσεων. Η εποπτεία και η εγρήγορση για την αναζήτηση του «όλου» που προσφέρει η διαθεματικότητα, θέτει σε λειτουργία την αναδιάταξη και αναδιοργάνωση των νοητικών αναπαραστάσεων που κατασκευάζει ο εγκέφαλος. Διευκολύνει την επικοινωνία των επί μέρους συστημάτων του εγκεφάλου, δημιουργεί καινούργιες συνδέσεις νευρωνικών ομάδων, ενισχύει τις υπάρχουσες αποτελεσματικές νευρωνικές δομές, αποβάλλει την «άχρηστη» γνώση. Η διαθεματική προσέγγιση της γνώσης κινητοποιεί σε δάσκαλο και μαθητή προς την κατασκευή καινούργιων νευρωνικών συνάψεων και ομαδοποιήσεων στον εγκέφαλο, ενεργοποιεί την αυτό-οργάνωση θέτοντας σε ενέργεια τις διαδικασίες δόμησης, αναδόμησης, συσχέτισης και αποσυσχέτισης της προσκεκτημένης, μέσα από την εκπαιδευτική διαδικασία, πληροφορίας με τα ήδη προϋπάρχοντα πρότυπα του εγκεφάλου. Αποκτώντας σταδιακά ολοένα και ευρύτερη νοητική ευελιξία, το άτομο καλλιεργεί τις λειτουργικές δυνατότητες του εγκεφάλου για να προκύψει η ανάπτυξη και η όξυνση της αποκλίνουσας και της συγκλίνουσας σκέψης του, πράγμα που σημαίνει αρχικά, την τόνωση της αυτογνωσίας και στη συνέχεια τη συνειδητή επιδίωξη της παρεμβατικής δημιουργικότητας ως αυτονόητης προτεραιότητας.
Ας κάνουμε την υπέρβαση τώρα.
Η εκπαιδευτική μας πραγματικότητα, δυστυχώς, κατατρύχεται από σύνθετη παθογένεια, η οποία δεν διαμορφώνει το περιβάλλον εκπαίδευσης, όπου θα μπορούσαν τα παραπάνω να αποτελούν προτεραιότητα και το θεμελιώδες παιδαγωγικό πρότυπο. Αν, όμως, θελήσουμε να επιτευχθούν, πρέπει, πρωτίστως αυτοί που χαράζουν την εκπαιδευτική πολιτική και, κυρίως οι δάσκαλοι, να υπερβούμε αγκυλώσεις και να ξεπεράσουμε την επιστημονικά παρωχημένη επικρατούσα παιδαγωγική αντίληψη. Αυτή είναι που αναπαράγει, άλλοτε σκόπιμα κι άλλοτε «αδρανειακά» την παθογένεια. Τις περισσότερες φορές, συνδέεται με μικρονοϊκή, αποσπασματική υπεράσπιση κεκτημένων που βολεύουν τον ατομικό μας ευδαιμονισμό. Ο ευδαιμονισμός, εξωραϊσμένος ως δικαίωμα ή ως επαναστατική πράξη, θρέφεται καλύτερα από το ισχύον πρότυπο, που θεωρεί την εκπαίδευση ένα κλειστό, γραμμικό σύστημα, το οποίο στηρίζεται σε θέσφατα και κατεστημένες βεβαιότητες. Αυτές, μπορεί, να δίνουν την ψευδαίσθηση της σταθερότητας, της απρόσκοπτης λειτουργίας, του ελέγχου και της τάξης, οι συχνές, όμως, κρίσεις και εσωτερικές εντάσεις που εκδηλώνονται στο εκπαιδευτικό σύστημα και η πολλαπλώς επιβεβαιωμένη αποτυχία του να προετοιμάσει τους νέους για την πραγματική ζωή, αναδεικνύουν την αναποτελεσματικότητά του. Γιατί η αντιμετώπιση της εκπαίδευσης ως κλειστού συστήματος αποκλείει κάθε συσχέτισή της με την πολλαπλή δημιουργικότητα του εγκεφάλου, την καθιστά δύσκαμπτη, χωρίς δυνατότητα ανατροφοδότησης από την πραγματική ζωή. Από δυναμική διαδικασία ανάπτυξης και εξέλιξης της συνειδητότητας εκφυλίζεται σε ένα μηχανισμό αναπαραγωγής τυποποιημένων ιδεολογημάτων, που δεν επιτρέπει τελικά ούτε τη διαθεματικότητα ούτε την άντληση γνώσης από τη σύγχρονη επιστήμη.
Δεσμεύοντας το περιεχόμενο, τη λειτουργία και τους στόχους της εκπαίδευσης στη λογική του επιστημονικού παραδείγματος του 18ου και 19ου αιώνα (νευτώνεια μηχανική και ιστορικός υλισμός, θετικισμός και εμμονή στις αναλύσεις για την κοινωνία των μαζών) την καταδικάζουμε, εκ προιμίου, σε παρακμή και αποτελμάτωση, καθώς, αργά ή γρήγορα, αποδεικνύεται ανεπαρκής για τις επιτακτικές ανάγκες της οικονομικής, κοινωνικής και πολιτικής πραγματικότητας που βιώνουμε. Το νέο παιδαγωγικό μοντέλο που θα στηρίξει την αλλαγή, θα θεμελιωθεί στις νέες θεωρήσεις της πραγματικότητας που εισάγουν οι επιστήμες της πολυπλοκότητας. Καλό είναι να αρχίσουμε να τις μελετούμε ως οδηγούς αναμόρφωσης της εκπαίδευσης, αλλά και γενικότερα της ζωής μας.
(©Αποστόλης Κ. Κωνσταντίνου, 24.V.2014 )