Η σχέση μεταξύ γλώσσας – νόησης και πραγματικότητας αποτυπώνεται εύστοχα στην ανάλυση του καθ. Μπαμπινιώτη στο χθεσινό «Βήμα». Πρόκειται για ένα άρθρο που αποσαφηνίζει, με άμεσο τρόπο, ό,τι οφείλουμε να θυμόμαστε όσοι διδάσκουμε και μελετούμε τη γλώσσα.
«Η έννοια τής τάξης διέπει τη γλώσσα, κάθε γλώσσα, διότι – όπως εύστοχα και πρωτοποριακά το έχει από παλιά διδάξει ο Ferdinand de Saussure – κάθε γλώσσα είναι «μια ταξινομία τού κόσμου»· είναι ο τρόπος που κάθε λαός συλλαμβάνει, επεξεργάζεται, ταξινομεί και εκφράζει τον κόσμο. Γι’ αυτό και κάθε γλώσσα δεν είναι άλλες λέξεις για τα ίδια πράγματα, αλλά άλλη σύλληψη και έκφραση τού κόσμου, μια άλλη ταξινομία. Η γλωσσική ταξινομία, όπως πάλι πρώτος το δίδαξε συστηματικά ο F. de Saussure, αποτελεί ένα σύστημα σχέσεων, ήτοι κανένα συστατικό του (λεξιλογικό – σημασιολογικό, γραμματικό, συντακτικό) δεν είναι αποκομμένο και αυθύπαρκτο· εντάσσεται σε υποσύνολα («υποσυστήματα») που όλα μαζί συνθέτουν το σύνολο, το «όλον» κάθε γλώσσας…
Ο πιο εμφανής τρόπος να καταλάβει κανείς την τάξη, τον συστηματικό δηλ. χαρακτήρα που διέπει τη γλώσσα, είναι το λεξιλόγιο τής γλώσσας. Ενας μέσος όρος σημασιών για ένα σύνολο περίπου εκατό χιλιάδων (100.000) λέξεων και παγιωμένων φράσεων (υπολογίζοντας κατά προσέγγιση τρεις σημασίες για κάθε λέξη) φθάνει περίπου τις τριακόσιες χιλιάδες (300.000) σημασίες, πράγμα που ισχύει για μια γλώσσα όπως η σύγχρονη Ελληνική. Κατά φυσικό, λοιπόν, τρόπο εγείρεται το ερώτημα πώς μπορούμε ως ομιλητές τής συγκεκριμένης γλώσσας να κινούμεθα, περισσότερο ή λιγότερο, σ’ έναν τέτοιο και τόσο μεγάλο λεξιλογικό θησαυρό (χωρίς βεβαίως να σημαίνει αυτό ότι γνωρίζει κανείς μας ολόκληρο αυτό το λεξιλόγιο που αποτυπώνουμε οι λεξικογράφοι στα λεξικά μας). Αυτό επιτυγχάνεται διότι όλος αυτός ο λεξιλογικός θησαυρός δεν αποθηκεύεται στο μυαλό μας ασύνδετα και αδιάγνωστα υπό χαώδη μορφή.
Αντίθετα, διέπεται εγγενώς από μια τάξη, μια συστηματικότητα σε τρία επίπεδα, η οποία εξασφαλίζει τη δυνατότητά μας νοητικώς να μαθαίνουμε αλλά και να ανακαλούμε σε απειρολάχιστο χρόνο τις σημασίες – λέξεις που χρησιμοποιούμε για να επικοινωνήσουμε. Τα τρία αυτά επίπεδα είναι: το εννοιολογικό, το σημασιολογικό και το ετυμολογικό. Αυτά συνιστούν τις σχέσεις με τις οποίες οι λέξεις είναι συνδεδεμένες στο μυαλό μας:
Εννοιολογικό. Σ’ αυτό οι λέξεις συνδέονται κατά εννοιολογικά πεδία, π.χ. χρόνος, χώρος, ποσότητα, τρόπος, αιτία, άνθρωπος, ζώα, φυτά, αντικείμενα, φύση, νους, σώμα, ενέργεια, κίνηση, αξίες, λογική, συναίσθημα, συγγένεια, χρώματα, νοσήματα, επαγγέλματα, σχέσεις κ.λπ. Ετσι γνωρίζουμε (και θυμόμαστε) ότι το σώμα λ.χ. συνδέεται με τα άκρα, χέρια – πόδια, με το κεφάλι, το στομάχι, την καρδιά, τους πνεύμονες κ.λπ. Αυτά έχει συγκεντρώσει για την Αγγλική λ.χ. ο περίφημος Peter Mark Roget στο Λεξικό του που ονόμασε Thesaurus τής αγγλικής γλώσσας και αποτελεί λεξικογραφικό πρότυπο για όλες τις άλλες γλώσσες, συμπεριλαμβανομένου και τού αντίστοιχου πολύτιμου για την ελληνική γλώσσα λεξικού τού Θεολόγου Βοσταντζόγλου (Αντιλεξικόν ή Ονομαστικόν τής νεοελληνικής γλώσσης).
Σημασιολογικό. Σ’ αυτό οι λέξεις συνδέονται με σημασιολογικές ομοιότητες (τα λεγόμενα συνώνυμα) ή, λιγότερο, με αντιθέσεις (αντώνυμα). Μια σειρά λέξεων με κυμαινόμενο βαθμό σημασιολογικής εγγύτητας συναπαρτίζουν ένα σημασιολογικό πεδίο· π.χ. αγάπη, συμπάθεια, έλξη, ενδιαφέρον, φιλία, αδυναμία, λατρεία – στοργή, τρυφερότητα, αφοσίωση – έρωτας, πάθος, πόθος, σεβντάς, σχέση, δεσμός -φιλανθρωπία, φιλαλληλία, αλληλεγγύη, αλτρουισμός, συμπόνια – ενθουσιασμός, πάθος, λατρεία, τρέλα. Σ’ αυτήν μπορεί να αντιστοιχεί (χωρίς αυτό να συμβαίνει πάντοτε) μια άλλη σειρά με κυμαινόμενη πάλι σημασιολογική απόσταση· π.χ., μίσος, αντιπάθεια, απέχθεια, αποστροφή, έχθρα – σκληρότητα – μισανθρωπία, μισαλλοδοξία, απονιά. Στην πραγματικότητα, εδώ με μια διαδικασία με την οποία λειτουργεί η ίδια η νόησή μας, με το αντιθετικό ζεύγος «ομοιότητα – διαφορά», οργανώνεται ολόκληρο το λεξιλόγιο τής γλώσσας με βάση τις σημασίες των λέξεων.
Ετυμολογικό. Στο επίπεδο αυτό οι λέξεις οργανώνονται με βάση την ετυμολογική τους συγγένεια, κυρίως τα παράγωγα και τα σύνθετα κάθε λέξης. Αυτά σε γλώσσες όπως η Ελληνική είναι πολλά. Η λέξη έδρα λ.χ. συνδέεται με τα παράγωγα εδρεύω, εδραιώνω – εδραίωση, εδράζομαι, εδραίος και με πλειάδα συνθέτων όπως εξ-έδρα, εν-έδρα, καθ-έδρα – σύν-εδρος /συνεδρία, πρό-εδρος/προεδρία, πάρ-εδρος, έφ-εδρος/εφεδρεία (< εφεδρεύω), πρωτο-καθεδρία , δί-εδρος, πολύ-εδρος – καθεδρ-ικός, προεδρ-ικός, εφεδρ-ικός – προεδρ-εύω, ενεδρ-εύω, κατοικο-εδρεύω κ.λπ. Αυτή είναι μια ετυμολογική σχέση που επεκτεινόμενη στη ρίζα (εδ-/sed-) συνδέει τη λέξη με ομόρριζα όπως εδ-ώλιο, έδ-αφος, καθ-ίζω, ιδ-ρ-ύω και γαλλ. assesoir, γερμ. sitzen, αγγλ. sit κ.ά.
‘Οπως είναι φανερό, στην ανθρώπινη γλώσσα δεν υπάρχει η έννοια τής «γλωσσικής μοναξιάς». Ολα συνδέονται μεταξύ τους και μάλιστα με υποδειγματική νοητική τάξη. Ετσι τα μαθαίνουμε, έτσι τα ανακαλούμε. Αλλιώς θα είμαστε έρμαια ενός ανελέητου γλωσσικού χάους.