«…Υπάρχουν τα όρια της γνώσης – όταν αντιμετωπίζουμε στην απεραντοσύνη του κόσμου και το περιορισμένο μέγεθος του ανθρώπινου νου. Υπάρχουν τα όρια της ζωής – όλοι θα πεθάνουμε, και ποιος θέλει να πεθάνει; Εγώ, όχι. Λεπτό το λεπτό, μέρα με τη μέρα, αντιμετωπίζουμε τρομακτικά οικολογικά όρια, τα όρια της ανθρώπινης ζωής πάνω στη Γη. Αντιμετωπίζουμε όρια στην κατανόηση, στην έννοια της ανθρώπινης κατανόησης, της συμπόνιας, της ανοχής. Φαίνεται ότι στην Ευρώπη έχουμε φτάσει στα όρια της ανοχής, γιατί πλέον δεν γνωρίζουμε τι σημαίνει Ευρώπη. Το 2014 μοιάζει όλο και περισσότερο με το 1914, όταν η Ευρώπη βυθίστηκε σε έναν μακρόχρονο, αιματηρό και άσκοπο πόλεμο, έναν πόλεμο για τα όρια: για τα εθνικά σύνορα, τα χαρακώματα, τις ιδιοκτησίες. Αντιμετωπίζουμε μια νέα παγκόσμια αταξία.
Αυτός είναι ο λόγος που χρειαζόμαστε την Ελλάδα και που είμαι τόσο χαρούμενος που βρίσκομαι τούτο το απόγευμα στην Ελλάδα. Δεν είναι η Ελλάδα που έχει ανάγκη την Ευρώπη. Είναι η Ευρώπη που έχει ανάγκη τους Ελληνες. Οχι την αρχαία δόξα της Ελλάδας. Οχι τη χολιγουντιανή εκδοχή της αρχαίας Ελλάδας: λευκοί άνδρες με χλαμύδες. Οχι αυτό. Καθόλου. Αυτό είναι ιδεολογία, είναι ιδεολογική σαχλαμάρα. Να μας λείπει.
Οχι, εμένα μου φαίνεται ότι αυτό που χρειαζόμαστε τώρα είναι λίγη αρχαιοελληνική σοφία. Οχι κάποια εξιδανικευμένη εικόνα των Ελλήνων, όχι τον Μπραντ Πιτ σαν Αχιλλέα, αλλά τον ρεαλισμό των αρχαίων Ελλήνων, τον σκεπτικισμό τους, τον δροσιστικό και, για μένα, ζωογονητικό πεσιμισμό των αρχαίων Ελλήνων, των τραγικών Ελλήνων, των Ελλήνων που ο Νίτσε με το δίκιο του λάτρευε…
Τα φαντάσματα
Για να αντιμετωπίσουμε τα όρια που έχουμε μπροστά μας, είναι ανάγκη να βρεθούμε εδώ, σ’ αυτόν τον αρχαίο τόπο. Γι’ αυτό χρειαζόμαστε τους αρχαίους, γι’ αυτό χρειαζόμαστε το θέατρο.
Πώς όμως μπορούμε να κάνουμε αυτές τις σιωπηλές πέτρες να μιλήσουν; Πώς μπορούμε να κάνουμε τους αρχαίους να μας μιλήσουν; Κάποιος κάποτε είπε, σοφά, ότι για να κάνουμε τους αρχαίους να μιλήσουν πρέπει να τους θρέψουμε με το ίδιο το αίμα μας. Είναι σαν τα βαμπίρ. Χρειάζονται το αίμα μας για να ζήσουν. Πρέπει να τους δώσουμε λίγο απ’ το αίμα μας για να κάνουμε τους αρχαίους Ελληνες να μιλήσουν.
Ετσι, απόψε, εδώ και τώρα, θέλω να κάνουμε μια μικρή θυσία αίματος, να καλέσουμε μερικά φαντάσματα. Μην ανησυχείτε όμως: δεν θα πονέσουμε. Αν αφουγκραστούμε προσεκτικά, θα μπορέσουμε ν’ ακούσουμε αυτά που οι αρχαίοι μας λένε σιγανά αλλά επίμονα. Και όταν τους ζωντανέψουμε, θα δούμε πως, όταν μιλούν, δεν μας λένε μόνο για τον εαυτό τους. Οχι. Μας μιλάνε για μας, για το τι σημαίνει να είμαστε εμείς, για τα όρια που αντιμετωπίζουμε σήμερα.
Τι είναι τούτος ο τόπος; Τι είναι τούτος ο μαγικός, αρχαίος τόπος; Είναι ένα θέατρο. Και τι είναι ένα θέατρο; Είναι ένα μέρος όπου ένα ακροατήριο, οι θεατές, οι «θεωροί» -ΕΣΕΙΣ- παρακολουθούν τη δράση να εκτυλίσσεται στη σκηνή. Τι βλέπουν όμως οι θεατές; Βλέπουν πράξη, βλέπουν τη «μίμηση πράξεως», όπως είπε ο Αριστοτέλης.
Εδώ, ακριβώς εδώ, υπήρχε θέατρο, το θαύμα του θεάτρου, μπροστά σε χιλιάδες πολίτες. Υπήρχε κωμωδία, σατιρικά έργα, πάνω απ’ όλα όμως υπήρχε τραγωδία. Και έτσι φτάνω στο ερώτημά μου: Γιατί γινόταν αυτό; Γιατί υπήρξε η τραγωδία;
Η Ανν Κάρσον, η Καναδή ποιήτρια, ρωτάει: «Γιατί υπάρχει η τραγωδία; Επειδή είσαι γεμάτος οργή. Γιατί είσαι γεμάτος οργή; Επειδή είσαι γεμάτος θλίψη». Αυτό είναι απόλυτα σωστό. Η Αντιγόνη είναι οργισμένη επειδή είναι γεμάτη θλίψη για τον αδελφό της, τον Πολυνείκη, που του αρνήθηκε τις ταφικές τιμές ο πολιτικός άρχοντας, ο Κρέων. Η Κλυταιμνήστρα είναι οργισμένη με τον Αγαμέμνονα εξαιτίας της θλίψης της για την κόρη της, την Ιφιγένεια, που εκείνος την έσφαξε σαν αρνί για να εξασφαλίσει ούριους ανέμους στα πανιά των ελληνικών πλοίων που κινούσαν για την Τροία.
Θα μπορούσαμε να προσθέσουμε άλλο ένα ερώτημα στη λίστα της Ανν Κάρσον: Αν η τραγωδία είναι η οργή που ακολουθεί τη θλίψη, γιατί οι ήρωες στην τραγωδία είναι γεμάτοι θλίψη; Είναι θλιμμένοι εξαιτίας του πολέμου και των ανθρώπων που σκοτώθηκαν. Η τραγωδία θα μπορούσε να προσδιοριστεί ως μια πυροδοτημένη από τη θλίψη οργή που ξεπηδάει από τον πόλεμο. Αν αυτό μπορεί να φαίνεται απόμακρο και αφηρημένο, σκεφτείτε τότε απλώς την πολιτικοποίηση των κηδειών που αποτελεί ένα θλιβερά επαναλαμβανόμενο γεγονός της ζωής τα τελευταία χρόνια, από την αποκαλούμενη Αραβική Ανοιξη έως τις τρέχουσες αιματηρές συγκρούσεις στην Ουκρανία. Διαδηλωτές πυροβολούνται στις κηδείες διαδηλωτών που πυροβολήθηκαν επειδή διαμαρτύρονταν εναντίον του καθεστώτος.
Ζούμε σε έναν κόσμο που το πλαίσιό του είναι ο πόλεμος. Κάθε πλευρά πιστεύει ακράδαντα στην ορθότητα της θέσης της και στον παραλογισμό ή την «κακία» του αντιπάλου. Η πεποίθηση αυτή νομιμοποιεί τη βία, μια καταστροφική βία που πυροδοτεί τη βία της άλλης πλευράς σε απάντηση.
Πιστεύω ότι μια αντανάκλαση της αρχαίας τραγωδίας, εδώ και τώρα, σε τούτο το θέατρο, θα μπορούσε τουλάχιστον να φωτίσει τα προβλήματά μας και να μας πει κάτι για το παρόν μας και τα όριά του. Επειδή η ιστορία της ελληνικής τραγωδίας είναι ιστορία πολέμων, από τον πόλεμο με τους Πέρσες τον 5ο αιώνα π.Χ μέχρι τον Πελοποννησιακό Πόλεμο που κράτησε έως το τέλος εκείνου του αιώνα, και από την ανάδυση της αθηναϊκής πολιτικής ηγεμονίας μέχρι τη διάλυσή της και την ταπείνωσή της στα χέρια της Σπάρτης.
Περιγραφή του αντιπάλου
Το παλαιότερο θεατρικό έργο που έχουμε, «Οι Πέρσες», από το 472 π.Χ., αναφέρεται στα επακόλουθα της Ναυμαχίας της Σαλαμίνας το 480 π.Χ., που ο Αισχύλος φέρνει επί σκηνής οκτώ χρόνια αργότερα. Το πρώτο πράγμα που παρατηρεί κανείς στο θέατρο είναι ότι έχουμε μια περιγραφή του αντιπάλου όχι με εχθρότητα αλλά με συμπόνια. Συμπόνια για τον εχθρό. Στο τέλος του έργου εμφανίζεται ένα φάντασμα. Υπάρχουν πολλά φαντάσματα στο θέατρο. Υπάρχει φάντασμα στους Πέρσες, υπάρχει φάντασμα στον Αμλετ. Το πρόβλημα με τους νεκρούς είναι ότι δεν στέργουν να παραμείνουν νεκροί. Και το φάντασμα του Δαρείου του Μεγάλου εμφανίζεται και λέει στον γιο του, τον Ξέρξη: «Είσαι άχρηστος, έχασες τη μάχη, αλλά το χειρότερο ήταν ότι βεβήλωσες τα ιερά των Ελλήνων, και αυτό δεν έπρεπε να το κάνεις. Αυτό είναι Υβρις». Κι ύστερα λέει στους Ελληνες: «Αν φερθείτε με τον ίδιο τρόπο, αν βεβηλώσετε ό,τι είναι ιερό, θα φτάσετε στην ίδια κατάντια».
Ετσι, αυτό το εκπληκτικό πράγμα, το θέατρο, που όλοι το παίρνουμε σαν δεδομένο, που εσείς όλοι το θεωρείτε δεδομένο γιατί είναι η κληρονομιά σας, αναδεικνύει κάτι εξαιρετικό: αναδεικνύει την κατανόηση του εχθρού. Μια κατανόηση του Ξένου, του «βαρβάρου» που προσεγγίζεται όχι με εχθρότητα, αλλά με πνεύμα ανοχής και κατανόησης και συμπόνιας. Και αυτό, νομίζω, είναι το πρώτο μάθημα που μπορεί η αρχαιότητα να μας προσφέρει σήμερα, στην κρίσιμη και επικίνδυνη κατάσταση που βρισκόμαστε.»
* O κ. Simon Critchley διδάσκει φιλοσοφία στο New School της Νέας Υόρκης. Το παραπάνω κείμενο αποτελεί συντομευμένη εκδοχή από την ομιλία που έδωσε ο Σάιμον Κρίτσλεϊ στις 7 Ιουνίου, στο πλαίσιο του 3ου TEDxKalamata, στο θέατρο της Αρχαίας Μεσσήνης, το πρώτο TEDx που φιλοξενείται σε αρχαιολογικό χώρο. Πηγή: «Η Καθημερινή».