Τη θέση της λογοτεχνίας στην εκπαίδευση εξετάζει, μέσα από τη δική του οπτική, ο Τάκης Θεοδωρόπουλος στην «Καθημερινή» με αφορμή την πρόσφατη κατάργησή της από τις πανελλήνιες εξετάσεις: «Αχρείαστη να είναι που με τις περίπλοκες μεταφορές της και με την πολλές φορές ανορθόδοξη χρήση του λόγου η λογοτεχνία ταλαιπωρεί τα μυαλά των νεαρών βλαστών μας και τους τρώει χρόνο από την ύψιστη εκπαιδευτική διαδικασία της αποστήθισης ιστορικών γεγονότων. Αχρείαστη να είναι, όπως ήταν πάντα. Σιγά μην ταλαιπωρούμε τώρα τα παιδιά με τις φαντασιώσεις ενός Θεοτοκά, ενός Σεφέρη ή ενός Καραγάτση. Βάλε τους εκεί τέσσερα-πέντε αποσπάσματα για να τελειώνουμε, να μη μας λένε και αγράμματους που δεν ξέρουμε πως ο «Γιούγκερμαν» δεν είναι του Σολωμού ούτε της Πολυδούρη αλλά του άλλου, πώς τον έλεγαν αυτόν με το ψευδώνυμο;
Ξεκίνησα να γράφω γι’ αυτό, για την κατάργηση της εξέτασης της λογοτεχνίας στις εισαγωγικές, κοινώς για το ξωπέταγμα της λογοτεχνίας στα απορρίμματα, όμως σκέφτηκα ότι το πρόβλημα είναι γενικότερο, ευρύτερο και βαθύτερο. Η κατάργηση της εξέτασης στη λογοτεχνία, η οποία είναι η αλήθεια ότι δεν συμβάλλει στην καλλιέργεια των κοιλιακών, είναι το αποτέλεσμα της καταστροφικής αντίληψης που θέλει την εργαλειοποίηση της μέσης εκπαίδευσης. Αρκεί να σκεφτεί κανείς πως οι εκπαιδευτικοί μας εργάζονται με το λεξικό Μπαμπινιώτη στο χέρι, μια αποθησαύριση της ελληνικής γλώσσας βάσει των θεωριών του κ. Μπαμπινιώτη, η οποία δεν λαμβάνει υπ’ όψιν τη γραπτή πραγματικότητά της, το κεφάλαιο που βρίσκεται κατατεθειμένο στα λογοτεχνικά έργα. Μια κανονιστική αντίληψη η οποία οδηγεί στην απονεύρωση της γλωσσικής μας ευαισθησίας. Προτιμώ τον Βιζυηνό που γράφει έωλος από τον Μπαμπινιώτη που γράφει αίολος, γιατί πολύ απλά έχω περισσότερη εμπιστοσύνη στο ταλέντο και στην ευαισθησία του Βιζυηνού. Ομως τα παιδιά δεν διδάσκονται Βιζυηνό, ή τον διδάσκονται αποσπασματικά, από εγχειρίδια ελληνικής λογοτεχνίας, καταχωρισμένα εν είδει μενού. Και γιατί διδάσκονται από εγχειρίδια; Αυτό δεν το αντιμετωπίζει κανείς κ. Λοβέρδος, όσο πνεύμα ευγενούς αμίλλης κι αν διαθέτει.
Ο τρόπος διδασκαλίας της λογοτεχνίας στο σχολείο καταργεί, ούτως ή άλλως, το βασικό συστατικό της, τον «πυρήνα» της που είναι ο συνδυασμός της σκέψης με την αναγνωστική απόλαυση. Αν διαβάσεις τις καμιά σαρανταριά σελίδες που άφησε ο Κοπέρνικος στα λατινικά δεν αναζητάς απόλαυση. Σου φτάνουν οι πληροφορίες που άλλαξαν τον τρόπο με τον οποίο βλέπουμε το σύμπαν. Ομως, αν διαβάσεις την «Αργώ» του Θεοτοκά δεν σου φτάνει να ξέρεις πώς περιγράφει τη νεολαία στον ελληνικό Μεσοπόλεμο. Πρέπει να ακολουθήσεις την αφηγηματική κοίτη από την αρχή ώς το τέλος, για να μπορέσεις να αντιληφθείς πραγματικά το μεγαλείο του και να το απολαύσεις. Είναι καλύτερο το παιδί να διαβάζει ένα βιβλίο τον χρόνο, αλλά ολόκληρο, παρά δεκαπέντε αποσπάσματα σαν να παραγγέλνει πιάτα σε κινέζικο εστιατόριο. Ακόμη και μεγάλες μεταφράσεις. Ο Αλεξάνδρου έχει επεξεργαστεί πολύ περισσότερο την ελληνική γλώσσα μεταφράζοντας Ντοστογιέφσκι, ή η Κοραλία Μακρή τον Τολστόι, από όσο δέκα Μπαμπινιώτηδες μαζί.
Η λογοτεχνία δεν είναι μόνον για τους φιλολόγους και τους ειδικούς. Η λογοτεχνία είναι το θεμέλιο της γενικής παιδείας. Είναι το βασικό αντίδοτο στη νοοτροπία της παπαγαλίας. Δοκιμάστε να παπαγαλίσετε τις «Ακυβέρνητες πολιτείες» του Τσίρκα, όπως παπαγαλίζει το παιδί τις σελίδες του βιβλίου Ιστορίας για τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, και θα καταλάβετε τη λοβοτομή που επιχειρεί το υπουργείο.»