Ως ψηφοφόροι και- λίγο μπερδεμένοι από όσα ακούμε – δέκτες του σκληρού και «σφοδρής αντιπαράθεσης» λόγου της προεκλογικής περιόδου, δεν μπορούμε να μην επισημάνουμε ότι είναι άξιοι θαυμασμού οι αντιπαρατιθέμενοι πολιτικοί αντίπαλοι, καθώς, με τη μέγιστη σιγουριά και αυτοπεποίθηση που τους διακρίνει στις τηλεοπτικές τους εμφανίσεις, δίνουν την εντύπωση ότι καθένας τους κατέχει την αλήθεια σε βάθος και ότι έχει με το μέρος του το δίκιο, αφού, άλλωστε, καταφέρνει να το υποστηρίζει με επιχειρήματα που, από πρώτη άποψη, μοιάζουν να είναι λογικά και ορθά. Έτσι, μέσα σε συνθήκες πνευματικής αβεβαιότητας – στα όρια της σύγχυσης – αρχίζεις να αναρωτιέσαι: Μα είναι δυνατό να έχουν όλοι, πάντοτε, δίκιο; Και σ’ αυτό το σημείο, γυρεύοντας την εκλογίκευση μέσα στο παράλογο θυμάσαι τους δικούς μας τους Σοφιστές και τον… Σοπενχάουερ, με «το οξύ, οργισμένο, ανατρεπτικό και ταυτόχρονα σοφό, γλαφυρό και με υποδόριο χιούμορ δοκίμιο (που εκδόθηκε μετά θάνατον) υπό τον εύγλωττο τίτλο «Η τέχνη του να έχεις πάντα δίκιο», που αυτοσυστήνεται ως εγχειρίδιο επικράτησης έναντι οποιουδήποτε αντιπάλου σε μια αντιπαράθεση. «Εριστική διαλεκτική» έγραψε ο ίδιος ο Σοπενχάουερ, συγκαλύπτοντας έτσι κάθε ειρωνικό τόνο, «είναι η τέχνη του να λογομαχεί κανείς – και να λογομαχεί με τέτοιο τρόπο ώστε να υπερασπίζεται επαρκώς τις θέσεις του, είτε έχει δίκιο είτε άδικο». Και σαν να ήθελε να διαβεβαιώσει τους αναγνώστες του ότι το εννοούσε ειλικρινά αυτό, πρόσθεσε: «Σε μια αντιπαράθεση, πρέπει να αγνοήσουμε την αντικειμενική αλήθεια, ή μάλλον να την εκλάβουμε ως μια τυχαία συγκυρία, και να επικεντρωθούμε μόνο στην υπεράσπιση της θέσης μας και στην αντίκρουση της θέσης του αντιπάλου». Ασφαλώς, η αληθινή πρόθεση του Σοπενχάουερ ήταν να επιστήσει την προσοχή των αναγνωστών του στα τεχνάσματα που χρησιμοποιούν κατά κόρον οι υπόλοιποι, είτε πρόκειται για πολιτικούς είτε για δημοσιογράφους, διαφημιστές ή εμπόρους. Προφασιζόμενος ότι διδάσκει τη «στρεψοδικία» (όπως χαρακτήρισε αργότερα ο ίδιος τη ρητορική), στην πραγματικότητα δίδαξε πως να την αναγνωρίζει κανείς και, κατ’ επέκταση, πώς να την αντιμετωπίζει. Αυτό το δηκτικό μικρό έργο παραμένει ακόμη και σήμερα ένα πολύτιμο εργαλείο για τον σκοπό αυτό. (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου). Κατανοείς τελικά ότι, οι πολιτικοί μας είναι καλοί αναγνώστες του Σοπενχάουερ και ακολουθούν τις συμβουλές του….Παραθέτουμε κι ένα μικρό απόσπασμα από αυτές για να προστατέψουμε τους νεότερους, κυρίως, από το πνευματικό αδιέξοδο που μπορεί να τους οδηγήσει ο πολιτικός λόγος των ημερών μας. Συμβουλεύει, λοιπόν, ο φιλόσοφος τους πολιτικούς μας (;):
«Επικαλεστείτε την αυθεντία, όχι τη λογική. Το τέχνασμα αυτό έγκειται στην επίκληση μιας αυθεντίας αντί της λογικής, και μάλιστα μιας αυθεντίας ανάλογης με τις γνώσεις του αντιπάλου. Ο καθένας προτιμά να πιστέψει τυφλά μια άποψη, παρά να ασκήσει την κρίση του, όπως είπε κι ο Σενέκας. Επομένως, η υπόθεση γίνεται πιο εύκολη αν έχετε στο πλευρό σας κάποιον ειδήμονα που ο αντίπαλός σας σέβεται. Όσο πιο περιορισμένες είναι οι ικανότητες και οι γνώσεις του αντιπάλου, τόσο περισσότερες απόψεις αυθεντιών μπορείτε να επικαλεστείτε. Αν όμως οι ικανότητες και οι γνώσεις του είναι υψηλού επιπέδου, τότε μπορείτε να επικαλεστείτε ελάχιστες αυθεντίες επί του θέματος, στην πραγματικότητα σχεδόν καμία.Ίσως να παραδεχτεί την αυθεντία κάποιου που ασχολείται με μια επιστήμη ή μια τέχνη την οποία ο ίδιος γνωρίζει ελάχιστα, ή δεν γνωρίζει καθόλου, όμως ακόμη και τότε θα τον αντιμετωπίσει με δυσπιστία. Αντίθετα, ο κοινός άνθρωπος τρέφει μεγάλο σεβασμό για όσους φέρουν μια επαγγελματική ιδιότητα. Δεν συνειδητοποιεί πως ένας επαγγελματίας δεν αγαπά το ίδιο το επάγγελμά του, αλλά τα χρήματα που του αποφέρει’ ή ότι είναι σπάνιο να διδάσκει κανείς ένα αντικείμενο και να το κατέχει ταυτόχρονα σε βάθος — διότι, αν μελετούσε όπως όφειλε, δεν θα είχε χρόνο να διδάσκει. Υπάρχει πλήθος αυθεντιών που απολαμβάνουν τον σεβασμό του όχλου. Αν δεν βρίσκετε να επικαλεστείτε κάποιον ειδήμονα πραγματικά κατάλληλο για την υπόθεσή σας, τότε επικαλεστείτε κάποιον που φαίνεται κατάλληλος. Μπορείτε να παραθέσετε τα λόγια που είπε κάποιος με διαφορετικό νόημα και υπό άλλες συνθήκες. Ο αντίπαλός σας έχει σε μεγαλύτερη υπόληψη εκείνες τις αυθεντίες τα λεγάμενα των οποίων αδυνατεί να καταλάβει. Οι απαίδευτοι έχουν την τάση να δείχνουν ιδιαίτερο σεβασμό σε αρχαιοελληνικά και λατινικά γνωμικά. Μπορείτε επίσης, αν είναι αναγκαίο, όχι μόνο να παραποιήσετε τα λόγια μιας αυθεντίας, αλλά να τα διαστρεβλώσετε τελείως, ή να αποδώσετε στην αυθεντία κάτι που επινοήσατε ο ίδιος. Κατά κανόνα, ο αντίπαλος δεν έχει στη διάθεσή του βιβλία για να επαληθεύσει τα όσα λέτε, ενώ, ακόμα κι αν είχε, δεν θα ήξερε να τα χρησιμοποιήσει.
Μπορείτε επίσης να χρησιμοποιήσετε σαν θέσφατο μια κοινή προκατάληψη, διότι οι περισσότεροι άνθρωποι συντάσσονται με τη θέση του Αριστοτέλη ότι μπορούμε να ισχυριστούμε ως σωστό αυτό που πιστεύουν οι πολλοί. Δεν υπάρχει γνώμη, όσο παράλογη κι αν είναι που οι άνθρωποι να μην είναι έτοιμοι να την ασπαστούν μόλις πειστούν πως είναι κοινώς αποδεκτή. Το παράδειγμα των άλλων επηρεάζει τόσο τη σκέψη τους όσο και τις πράξεις τους. Είναι σαν πρόβατα που ακολουθούν τον αρχηγό του κοπαδιού όπου τους οδηγήσει. Θα προτιμούσαν να τον ακολουθήσουν στο θάνατο παρά να σκεφτούν από μόνοι τους. Είναι πολύ περίεργο που η γενική απήχηση μιας γνώμης έχει για τους ανθρώπους τόση βαρύτητα. Η ίδια τους η εμπειρία είναι σε θέση να τους διδάξει πως η αποδοχή μια γνώμης γίνεται ακριτα και είναι αποτέλεσμα μίμησης. Παρόλα αυτά οι ίδιοι δεν το αντιλαμβάνονται ποτέ, καθώς δεν κατέχουν αυτογνωσία. Μόνο οι εκλεκτοί σύμφωνα με τον Πλάτωνα : «τοις πολλοίς πολλά δοκεί» , που σημαίνει πως ο κόσμος μπορεί να σκέφτεται αμέτρητες ανοησίες, και δεν είναι δυνατό ν ασχοληθούμε με όλες. Για να μιλήσουμε με σοβαρότητα η γενική απήχηση μιας γνώμης δεν αποτελεί απόδειξη. Στην πραγματικότητα, δεν καθιστά καν πιθανή την ορθότητά της. Όσοι ισχυρίζονται το αντίθετο πρέπει να λάβουν υπόψη τους τα παρακάτω:
- Σε βάθος χρόνου μια κοινώς αποδεκτή γνώμη χάνει την ισχύ της, διαφορετικά θα έπρεπε να αποκαταστήσουμε όλες τις παλαιότερες λανθασμένες απόψεις που κάποτε θεωρούνταν ως κοινά αποδεκτές αλήθειες. Για παράδειγμα θα έπρεπε να επαναφέρουμε το σύστημα του Πτολεμαίου ή να καθιερωθεί ξανά ο καθολικισμός στις προτεσταντικές χώρες.
- Το ίδιο αποτέλεσμα έχει και η φυσική απόσταση, αλλιώς μια συναφής κοινώς αποδεκτή γνώμη των υποστηρικτών του βουδισμού, του χριστιανισμού και του Ισλάμ, θα τους έφερνε σε δύσκολη θέση
Αν εξετάσουμε το θέμα διεξοδικά, θα δούμε πως αυτό που αποκαλούμε κοινώς αποδεκτή γνώμη δεν είναι παρά η γνώμη 2 ή 3 ατόμων. Αν μπορούσαμε να παρακολουθήσουμε την πραγματική διαδικασία γέννησης μιας γνώμης, δεν θα είχαμε γι αυτό την παραμικρή αμφιβολία. Θα ανακαλύπταμε ότι δεν είναι παρά 2 ή 3 άνθρωποι που δέχτηκαν, προώθησαν και υποστήριξαν την άποψη την 1η φορά, κι ότι οι υπόλοιποι πίστεψαν αφελώς πως οι 2-3 αυτοί άνθρωποι την είχαν εξετάσει εξονυχιστικά προτού τη διαδώσουν. Ύστερα αποδέχτηκαν τη γνώμη αυτοί μερικοί επιπλέον, οι οποίοι ήταν πεπεισμένοι εξαρχής πως οι άνθρωποι που την διέδωσαν είχαν την απαραίτητη κατάρτιση. Στη συνέχεια σ αυτούς βασίστηκαν πολλοί άλλοι, που από οκνηρία προτίμησαν να πιστέψουν κάτι χωρίς δεύτερη σκέψη παρά να κοπιάσουν εξετάζοντας οι ίδιοι το ζήτημα. Έτσι ο αριθμός των νωθρών και εύπιστων υποστηρικτών μεγάλωσε μέρα με τη μέρα. Μόλις η συγκεκριμένη άποψη κέρδισε ευρεία υποστήριξη , οι υπόλοιποι που αποφάσισαν να την ενστερνιστούν απέδωσαν τη μεγάλη της απήχηση στην ορθότητά της . Τότε, όσοι είχαν απομείνει αναγκάστηκαν να αποδεχτούν ότι ήταν πλέον κοινώς αποδεκτό, προκειμένου να μην θεωρηθούν ταραξίες που απαρνιούνται τις γενικώς παραδεδεγμένες απόψεις,ή θρασείς, που θεωρούν ότι είναι πιο έξυπνοι απ’ όλους τους άλλους.
Όταν μια γνώμη φτάνει σ αυτό το βαθμό αποδοχής η συγκατάνευση αποτελεί πλέον καθήκον. Από το σημείο αυτό και στο εξής οι λίγοι που είναι ικανοί να κρίνουν θα σιωπήσουν. Μιλούν μόνο όσοι είναι παντελώς ανίκανοι να σχηματίσουν οποιαδήποτε γνώμη ή κρίση , αφού παπαγαλίζουν απλώς τις απόψεις των άλλων. Ωστόσο υπερασπίζονται τις συγκεκριμένες απόψεις με υπερβάλλοντα ζήλο και μισαλλοδοξία, καθώς αυτό που απεχθάνονται στους ανθρώπους με διαφορετικό τρόπο από το δικό τους δεν είναι τόσο οι διαφορετικές τους κρίσεις, όσο η τόλμη να θέλουν να σχηματίσουν τη δική τους άποψη. Εν ολίγοις , ελάχιστοι είναι ικανοί να σκεφτούν, όλοι όμως θέλουν να έχουν άποψη. Συνεπώς δεν απομένει παρά να ενστερνιστούν έτοιμες απόψεις άλλων αντί να σχηματίσουν τις δικές τους.’Εφόσον αυτό συμβαίνει, τι αξία έχει μια γνώμη, ακόμη κι αν έχει εκατοντάδες χιλιάδες υποστηρικτές; Δεν είναι περισσότερο τεκμηριωμένη από ένα ιστορικό γεγονός καταγεγραμμένο από 100 ιστορικούς, οι οποίοι αποδεικνύεται πως έχουν αντιγράψει ο ένας από τον άλλο, η άποψη στο τέλος μπορεί ν αποδοθεί σ ένα και μόνο άτομο. Άλλα θα πω εγώ, άλλα εσύ κι άλλα κάποιος άλλος. Δεν πρόκειται για τίποτα περισσότερο από μια σειρά ισχυρισμών.» (Άρτουρ Σοπενχάουερ, Η τέχνη του να έχεις πάντα δίκιο, Μεταφραστής : Καλοφωλιά Μυρτώ, Ανθολόγος : Grayling Anthony Clifford, Εκδόσεις Πατάκη 2011)
Και μια πιο λυρική ανάλυση του Διονύση:
Αυτά τα λόγια με σφίξανε σαν πένσα,
τα είπε χθες το βράδυ μια ψυχή
κι ένας φαλάκρας, απ’ έξω και από μέσα χαμογελούσε,
ναι, γιατί να σκοτιστεί.
Θυμάσαι που βαλάντωνες εκεί στην εξορία
και διάβαζες και Ρίτσο και αρχαία τραγωδία;
τώρα κοκορεύεσαι επάνω στον εξώστη
και μιλάς στο πόπολο σαν τον ναυαγοσώστη.
Στη φοιτητριούλα που σ’ έχει ερωτευτεί
θα σε καταγγείλω πονηρέ πολιτευτή.
Τζάμπα χαραμίζει θα πάω να της πω
το νεανικό της και αγνό ενθουσιασμό.
Εκείνο που υψώνεται και σε εκμηδενίζει
είναι της καρδούλας μου το φως που ξεχειλίζει
και ότι σε γλιτώνει και σου δίνει την αιτία
είναι που χρειάζεται και η γραφειοκρατία.
Ο πρώτος προβοκάτορας απ’ όλους στη ζωή μου
είναι η αφεντιά σου που αντιγράφει την φωνή μου.
άλλαξες το σώμα μου με έπιπλα και σκεύη
σαν τον σοσιαλισμό που σε βολεύει.
Χαρά να σε γιαούρτωνα εκεί που ρητορεύεις
εκεί που με χειροκροτάς χωρίς να το πιστεύεις
παίρνεις την αλήθεια μου και μου την κάνεις λιώμα
απ’ το πόδι με τραβάς βαθιά μέσα στο χώμα.