Στη σημερινή παρέμβαση του Τάκη Θεοδωρόπουλου στην «Καθημερινή», απόσπασμα της οποίας σας παραθέτω αυτούσιο παρακάτω, για τον περιορισμό της διδασκαλίας της λογοτεχνίας στο Λύκειο και την κατάργηση του μαθήματος από τις Πανελλήνιες, σύμφωνα με τις νέες ρυθμίσεις του Υπουργείου Παιδείας, θα ήθελα, εκ πείρας, να κάνω τρεις επισημάνσεις:
α. τόσο η μείωση των ωρών της νεοελληνικής λογοτεχνίας στη γ΄ λυκείου, όσο και η κατάργηση του «Επιταφίου» σχετίζεται, όπως φαίνεται, με μια πρακτική περιορισμού στις ώρες των φιλολογικών μαθημάτων, με στόχο να μην προκύψει ανάγκη για την πρόσληψη αναπληρωτών φιλολόγων, ενώ παράλληλα, η προσθήκη ωρών στις κοινωνικές επιστήμες,την κοινωνιολογία και την πολιτική παιδεία, βολεύει τους υπεράριθμους πολιτικούς επιστήμονες, νομικούς και κοινωνιολόγους που αφθονούν στην εκπαίδευση και, τα τελευταία χρόνια «ταλαιπωρούνταν» -ως περιπλανώμενοι Ιουδαίοι- από σχολείο σε σχολείο, μην μπορώντας να καλύψουν το συμβατικό τους ωράριο. Το κίνητρο, δηλαδή, είναι, για άλλη μια φορά, η εκπλήρωση συντεχνιακών συμφερόντων για «περιφερειακούς» κλάδους εκπαιδευτικών με πρόσχημα τον εκσυγχρονισμό του Αναλυτικού Προγράμματος και, φυσικά, η οικονομία στις δαπάνες για διορισμούς. (κοινωνιολογική και οικονομική διάσταση)
β. Λογοτεχνία και αρχαία ελληνικά είναι τα πιο «κακοδιδαγμένα» αντικείμενα της ελληνικής εκπαίδευσης, αφού τα κείμενα είναι αποσπασματικά, στην ανάλυσή τους προσεγγίζονται με άγονο και βαρετό φορμαλισμό χωρίς να συνδέονται με την πραγματική ζωή. Οι φιλόλογοι, τέλος, που τα διδάσκουν, δεν διαθέτουν ούτε την ετοιμότητα ούτε την τόλμη να απαρνηθούν τις οδηγίες του συγκεντρωτικού προγραμματισμού που τους δίνονται από τους ιθύνοντες νόες του Υπουργείου. Απλώς, τις εφαρμόζουν πιστά, δεν παρεμβαίνουν, δεν προτείνουν, δεν καινοτομούν, επειδή βολεύονται να διδάσκουν τα ίδια, κάθε χρόνο, κείμενα, με τον ίδιο τρόπο. Κι αφού, λοιπόν, τα μαθήματα αυτά δεν είναι δημοφιλή στους μαθητές, ούτε προκαλούν το ενδιαφέρον τους, κάθε πολιτική ηγεσία της εκπαίδευσης γνωρίζει ότι είτε μειώσει τις ώρες τους είτε τα καταργήσει, κανείς δεν πρόκειται να αντιδράσει δυναμικά, καθώς έχουν ήδη καταστεί ανεπιθύμητα, τόσο στους μαθητές, όσο και στους γονείς τους, οι οποίοι είχαν τις ίδιες δυσάρεστες εμπειρίες από αυτά, όταν οι ίδιοι ήταν μαθητές. Συμπέρασμα: την κοινή γνώμη της εκπαιδευτικής κοινότητας, αλλά και την ευρύτερη, δεν την ενδιαφέρει η τύχη της λογοτεχνίας ούτε των αρχαίων στο σχολείο. Γι΄αυτό και η πολιτική ηγεσία «ασελγεί» σε βάρος τους χωρίς ενδοιασμούς, γνωρίζοντας ότι δεν θα πληρώσει κανένα πολιτικό κόστος. (ψυχολογική και πολιτική διάσταση)
γ. Οι άνθρωποι ελέγχονται αποτελεσματικά από την εξουσία όταν περιορίζεται -εξ απαλών ονύχων – η αυτόνομη σκέψη, η φαντασία και η ικανότητα επικοινωνίας τους. Αυτά επιτυγχάνονται αν περιορίσεις τις ευκαιρίες να συναναστραφούν με τους δύσβατους κόσμους της αισθητικής και των ιδεών που απαιτούν σύνθετη και ανώτερη σκέψη για να εννοηθούν. Αυτούς τους κόσμους προσφέρει η αρχαία και νεότερή μας λογοτεχνία. Επομένως, κάθε υποβάθμισή της, ποσοτική ή ποιοτική στο ελληνικό σχολείο, διευκολύνει τη χειραγώγηση των νέων από την όποια εξουσία. Προωθώντας την απλοϊκή σκέψη, σε συνδυασμό με το λαϊκισμό στην εκπαίδευση, η εξουσία μπορεί και διαμορφώνει μάζες έτοιμες να πιστέψουν σε δογματικά ιδεολογήματα, ακόμη κι αν αφορούν στην ίδια τους την ταυτότητα ή στην ίδια τους τη ζωή. Συμπέρασμα: Πρόκειται για πράξη λαϊκισμού (δες β) και για λανθάνουσα πρόθεση εξανδραποδισμού συνειδήσεων. (ιδεολογική, πολιτισμική και ανθρωπολογική διάσταση)
Διαβάστε και το απόσπασμα του Τάκη Θεοδωρόπουλου:
«…Τελειώνοντας το ελληνικό σχολείο, το Ελληνόπουλο είναι εντελώς ανίκανο να εκτιμήσει την αξία ενός λογοτεχνικού κειμένου, η οποία είναι συνυφασμένη με την απόλαυση της ανάγνωσης. Δεν απολαμβάνεις αποσπάσματα. Απολαμβάνεις τη λογοτεχνία μόνον αν διαβάσεις τη «Φόνισσα» απ’ την αρχή ώς το τέλος. Η σχέση με τη λογοτεχνία επαφίεται στον πατριωτισμό των γονιών. Αν υπάρχει βιβλιοθήκη στο σπίτι, έπιπλο μάλλον περιττό στην εσωτερική διακόσμηση της μεζονέτας, τότε μπορεί ο δεκατετράχρονος να τραβήξει και κάποιον Ντοστογιέφσκι ή Θεοτοκά από το ράφι από περιέργεια. Είχα διαβάσει τους «Αδελφούς Καραμάζοφ» στα δεκατέσσερα, δεν είχα καταλάβει τίποτε, όμως είχα γοητευθεί από τη βαβούρα του ντοστογιεφσκικού κόσμου. Και ήταν αυτή η γοητεία που με έκανε αναγνώστη της λογοτεχνίας και όχι μόνον. Κανείς μας δεν έγινε αναγνώστης διαβάζοντας εγχειρίδια. Μαθαίνεις να διαβάζεις, τότε όπως και τώρα, διαβάζοντας λογοτεχνία. Και το ελληνικό σχολείο δεν παράγει αναγνώστες, κοινώς μυαλά που διαθέτουν αντισώματα στην αποστήθιση και την παπαγαλία.
Είναι η λογοτεχνία συστατικό της γενικής παιδείας; Για το ελληνικό υπουργείο Παιδείας δεν είναι. Αφορά μόνο τους «ειδικευόμενους», όσους θέλουν να γίνουν φιλόλογοι ή νομικοί. Ως εκ τούτου, οι φιλάνθρωποι μάγιστροι αποφάσισαν να αφαιρέσουν το άχθος από τις γενικές εξετάσεις. Προκειμένου το παιδί να αποστηθίσει μερικές ακόμη σελίδες μιας κακογραμμένης Ιστορίας ή μιας επίσης κακογραμμένης Κοινωνιολογίας, γραμμένες σε άψογη κινεζική που χρησιμοποιεί λέξεις της ελληνικής, ας μη χάσει τον χρόνο του με τον Βιζυηνό, τον Παπαδιαμάντη, τον Σεφέρη και άλλους μισοσαλεμένους οι οποίοι, εκτός των άλλων, έφτιαξαν τη γλώσσα μας. Τη γλώσσα μας είπατε; Μα τη γλώσσα τη διδάσκονται τα παιδιά και εξετάζονται αυστηρά στους αορίστους, τους παρακειμένους, στα συνώνυμα και τα «αντώνυμα». Εχουμε εξαιρετικά και πολύ σύγχρονα βιβλία γραμματικής, που τους τη μαθαίνουν απέξω κι ανακατωτά. Αναρωτήθηκε κανείς από δαύτους πώς το παιδί θα γνωρίσει τις εκφραστικές δυνατότητες της γλώσσας του αν δεν διαβάσει λογοτεχνία; Την ελληνική γλώσσα δεν την έφτιαξαν οι Κριαράδες και οι Μπαμπινιώτηδες, με όλον τον σεβασμό. Την έφτιαξαν οι Σεφέρηδες, οι Παλαμάδες, οι Θεοτοκάδες, και οι Καβάφηδες. Αυτοί μας έδειξαν τη δυνατότητά της να μιλάει για τον κόσμο της. Αυτοί πήραν τη σκυτάλη από τη μακραίωνη Ιστορία της για να μας την παραδώσουν ολοζώντανη.
Υπάρχει το υπόβαθρο θα μου πείτε. Δημόσιοι λειτουργοί που αποφοίτησαν από τις Φιλοσοφικές Σχολές και καλούνται να διδάξουν Βιζυηνό μαζί με αγγλικά ή γαλλικά, γραμματική και συντακτικό, ιστορία και φιλοσοφία. Υπάρχουν και οι άλλοι δημόσιοι λειτουργοί, οι επίλεκτοι του συστήματος, οι οποίοι γράφουν τα εγχειρίδια, τις περισσότερες δε φορές οι ίδιοι γράφουν και τα ερμηνευτικά εγχειρίδια των εγχειριδίων τα οποία χρησιμοποιεί ο «ιδιωτικός τομέας» της εκπαίδευσης, οι φροντιστές, για να προωθήσουν τους μαθητές τους στις εξετάσεις. Συμπαγές, λειτουργικό, αλληλέγγυο, το σύστημα μοιάζει με αυτοεκπληρούμενη προφητεία. Τα παιδιά μιλούν όπως οι δάσκαλοί τους, σκέφτονται όπως αυτοί, αν θέλουν να επιτύχουν. Αρκεί να ακούσετε μία φράση των συνδικαλιστών της ΟΛΜΕ για να αντιληφθείτε τα ολέθρια αποτελέσματα.
Αυτοί, το βαθύ κράτος της εκπαίδευσης, αποφασίζουν για τις μεταρρυθμίσεις, για τη διδακτέα ύλη και εννοείται για τη βολή τους – τόσο μεγαλύτερη όσο λιγότερη είναι η κριτική σκέψη που πρέπει να κυκλοφορεί στα θρανία. Το βαθύ κράτος όριζε τι θα διδάσκεται με τις προηγούμενες ηγεσίες, αυτό ορίζει τι θα διδάσκεται με τη σημερινή. Με μία διαφορά: Η σημερινή, με τον κ. Κουράκη και τον κ. Μπαλτά, έχουν πρόχειρα και μερικά ρετάλια ιδεών που τα αγόρασαν από το παλιατζίδικο του μαρξισμού, όπου, ως γνωστόν, ο Παλαμάς αξίζει μόνον επειδή ταιριάζει με κάποιες ιδέες τους περί κοινωνικής δικαιοσύνης. Μπορεί στη θεωρία της λογοτεχνίας να έχουν διαβάσει κάτι παραπάνω από το «Ο αληθινός Παλαμάς» του Νίκου Ζαχαριάδη, του κανονικού, όμως, αμφιβάλλω αν έχουν διαβάσει Παλαμά. Ο καιροσκοπισμός της πολιτικής τάξης επί Τρίτης Ελληνικής Δημοκρατίας που κολάκευε και υπηρετούσε το δύσμορφο τέρας του βαθέος κράτους με την πρώτη φορά αριστερά, που δεν είναι πρώτη, προβιβάζεται σε ιδεολογία.
Επείγον μέτρο. Αφαίρεσαν τη νεοελληνική λογοτεχνία από τις εξετάσεις και αντικατέστησαν τη μία από τις δύο ώρες της διδασκαλίας της στη Γ΄ Λυκείου με το μάθημα της κοινωνιολογίας. Και σιγά τα ωά. Εδώ ο φαλακρός τενόρος των οικονομικών θέλει να το κάνει Κούγκι για τον συντελεστή του ΦΠΑ. Στενάζει ο ελληνισμός από τον συντελεστή του ΦΠΑ, ενώ οι αρουραίοι ροκανίζουν τη ζωή της ελληνικής γλώσσας στην εκπαίδευση.
Δεν μας έχουν μείνει και πολλά να υπερασπιστούμε. Αν μη τι άλλο, ας υπερασπιστούμε αυτήν τη γλώσσα που μπορεί να είναι μικρή, έχει όμως μεγάλη ιστορία πίσω της. Και ας καταλάβουμε ότι ο ακρωτηριασμός της διδασκαλίας της ελληνικής λογοτεχνίας είναι ακρωτηριασμός της γλώσσας.»