Το παρακάτω απόσπασμα από το κείμενο του καθ. φιλοσοφίας Στέφανου Ροζάνη, στην εφ. «Αυγή» εστιάζει στις αρχές που δομεί την ηθική του θεωρία ο γάλλος φιλόσοφος Εμ. Λεβινάς. Σύμφωνα με αυτές το ατομικό Εγώ είναι a priori υποχρεωμένο και υπέυθυνο να «βλέπει» και να αποδέχεται την παρουσία του άλλου, του ξένου και διαφορετικού (θέαση και δεξίωση του άλλου χωρίς την απαίτηση της αμοιβαιότητας). Από αυτή τη στάση δημιουργείται το αίτημα για πραγματική δικαιοσύνη, αυτή, δηλαδή, που ξεπερνά το συμβατικό και ασταθές στο χρόνο, νομικό δίκαιο των κοινωνιών.
«…οι φιλοσοφικές ευαισθήσεις και τα ηθικά προτάγματα του Emmanouel Levinas με δύο αποφάνσεις του ίδιου του φιλοσόφου:
Η πρώτη απόφανση ομολογείται από τον Jacques Derrida. Σύμφωνα με την ομολογία αυτή, ο Levinas επιχειρεί να προσδιορίσει τους όρους και τα όρια της ενασχόλησής του με την ηθική φιλοσοφία εν γένει. Λέγει προς τον Derrida: «Ξέρετε, μιλούν συχνά για ηθική, προκειμένου να περιγράψουν αυτό που κάνω· ωστόσο, αυτό που με ενδιαφέρει σε τελική ανάλυση δεν είναι η ηθική, δεν είναι μόνο η ηθική, αλλά το άγιο, η αγιότητα του αγίου». Ο Derrida ερμηνεύει τη λεβινασική απόφανση δίδοντας έμφαση στην ετερότητα ως θεμελίου της αγιότητας, την οποία υπαινίσσεται ο Levinas.
Η ετερότητα επιβάλλει, κατά την αντίληψη του Levinas, την αγιότητα του Άλλου ως προσώπου, οπότε ο Άλλος τίθεται στο κέντρο της ηθικής βλέψης. Αλλά της ηθικής πέραν της ηθικής, όπως επισημαίνει ο Derrida. Το πέραν της ηθικής σημαίνει κάτι ιδιαίτερα κρίσιμο για οποιαδήποτε ηθική κρίση. Σημαίνει πρωτίστως τη φανέρωση του άλλου ανθρώπου στη θέα μας, και η διατήρησή του εκεί. Αυτή η φανέρωση ως οφειλή προς τον Άλλον είναι που αποσπά την ηθική από τη θεολογία της και την κατευθύνει προς τον πλέον αυθεντικό προορισμό της που είναι η υπευθυνότητα και η δικαιοσύνη.
Διότι δεν αρκεί ο Άλλος να είναι το αντικείμενο του στοχασμού μας, κοινωνικο-πολιτικά και/ ή πολιτισμικά. Δεν αρκεί ο Άλλος να απασχολεί τη σκέψη μας, κατά το κλασσικό ουμανιστικό υπόδειγμα. Ο Άλλος πρέπει να φανερωθεί και να κρατηθεί στη θέα ως απόλυτη προτεραιότητα του δικού μας είναι, κατά τρόπον ώστε το ερώτημα περί του Άλλου να προσδίδει νόημα και σημασία στη συνομιλία με τον εαυτό μας. Οφείλουμε, δηλαδή, να μεταστοχαζόμαστε, και βέβαια να αναστοχαζόμαστε ταυτοχρόνως, τη σχέση μας με τον Άλλον ως σχέση με τον εαυτό μας, και πάντοτε να βρισκόμαστε καθ’ οδόν προς τον Άλλο, προκειμένου να τον φανερώσουμε· και συγχρόνως να φανερωθούμε μέσα στο πεπρωμένο που μας επιβάλλει η αναγκαία οδοιπορία μας στον κόσμο, στην κοινωνία, στον πολιτιστικό μας περίγυρο. Κατά συνέπεια, η φανέρωση του Άλλου και η αυτοφανέρωση συγκροτούν τους αναγκαίους όρους τους οποίους ο Levinas θέτει εξ αρχής: «πρέπει να είμαστε» και «πρέπει να πράττουμε».
«Η φανέρωση του Άλλου Ανθρώπου», αποφαίνεται ο Levinas, «είναι ipso facto η ευθύνη μου απέναντί του. Βλέπω τον άλλον άνθρωπο σημαίνει ότι είμαι ήδη υποχρεωμένος απέναντί του. Η άμεση θέαση -χωρίς τη μεσολάβηση καμιάς ιδέας- πραγματώνεται μόνον ως ηθική». Εδώ, μια διευκρίνιση είναι κατά την αντίληψή μου ουσιώδης. Όταν ο Levinas ομιλεί περί ευθύνης απέναντι στον άλλον άνθρωπο, κατ’ ουσίαν ομιλεί περί υπευθυνότητας και όχι περί ευθύνης με την τρέχουσα σημασία, την οποία συναντούμε στους χώρους και στα πεδία της κανονιστικής ηθικής. Η κανονιστική ηθική, στον βαθμό που διέπει τις εκάστοτε ανθρώπινες πράξεις και άρα περιλαμβάνεται στα δικαιικά συστήματα, στους θεσμισμένους νόμους και εν γένει στο θεσμισμένο δίκαιο, διόλου δεν μπορεί να φανερώσει και να κρατήσει στη θέα τον άλλον άνθρωπο ως υποχρέωση οντολογική και ως φανέρωση εαυτού…
…Κατά τον Levinas, η υπευθυνότητα κατευθύνεται προς «αυτό που δεν είναι πράξη μου ή γι’ αυτό που ούτε καν με αφορά». Κατά συνέπεια, το πρόταγμα του Levinas «πρέπει να είμαστε» και «πρέπει να πράττουμε» δεν μπορεί να νοείται μέσα στο πλαίσιο της «εφαρμοσμένης ηθικής» ή της αιτιακής σύναψης θεωρίας και πράξης, αλλά αντίθετα πρέπει να νοείται πέραν της ηθικής ευθύνης και πέραν της συνέχειας την οποία επιβάλλει η γραμμική σχέση αιτίου και αιτιατού…¨Αλλωστε, οποιαδήποτε διϋποκειμενική σχέση μέσα στον χώρο της υπευθυνότητας του ατομικού εγώ, δεν διεκδικεί την αμοιβαιότητα: «είμαι υπεύθυνος για τον άλλον άνθρωπο χωρίς να περιμένω αμοιβαιότητα», θα πει ο Levinas.
Η δεύτερη απόφανση του Levinas…έχει ήδη υποδειχθεί. Η υπευθυνότητα προς τον άλλον άνθρωπο είναι η υπευθυνότητα εκείνη «γι’ αυτό που δεν είναι η πράξη μου ή γι’ αυτό που ούτε καν με αφορά». Ο Levinas διευκρινίζει πλήρως τη θέση του γράφοντος: «ο άλλος δεν είναι απλώς κοντά μου μέσα στον χώρο ή κοντά μου ως γονιός, αλλά με προσεγγίζει ουσιαστικά στον βαθμό που εγώ αισθάνομαι τον εαυτό μου, στον βαθμό που εγώ είμαι υπεύθυνος γι’ αυτόν».
Η υπευθυνότητα, λοιπόν, γι’ αυτό που ούτε καν με αφορά, είναι εκείνο που με αυτοπροσδιορίζει και με συγκροτεί ως αυτόνομη ύπαρξη. Και το σημαντικότερο, η υπευθυνότητα απέναντι σ’ αυτό που ούτε καν με αφορά είναι η essentia της δικαιοσύνης ως δεξίωσης άνευ όρων του άλλου, διότι μέσα από την άνευ όρων δεξίωση δέχομαι κάτι από τον Άλλον Άνθρωπο, και αυτό το κάτι είναι πέρα από τις ικανότητες του ατομικού μου Εγώ. Ο Levinas είναι κατηγορηματικός: «η υπευθυνότητα», αποφαίνεται, «εξαιτείται τη δικαιοσύνη». Και σπεύδει να προσθέσει: «η δικαιοσύνη παραμένει δικαιοσύνη μόνο μέσα σε μια κοινωνία όπου δεν υπάρχει διάκριση μεταξύ εκείνων που βρίσκονται πλησίον και εκείνων που κείνται μακράν, αλλά μέσα στην οποία παραμένει επίσης η αδυνατότητα της αγνόησης του περισσότερο πλησίον». Η δικαιοσύνη θα ήταν αδιανόητη χωρίς την πρωταρχική της αντίφαση και ασυμμετρία. Και αυτή η πρωταρχική αντίφαση και ασυμμετρία είναι που καθιστά τη δικαιοσύνη αναγώγιμη μόνο στο άπειρο, ως υπόσχεση απείρου, ως οντολογικά μη αποδομήσιμη ουσία, σε πλήρη αντίθεση με το δίκαιο, το οποίο είναι ασφαλώς αποδομήσιμο, για να δανειστώ την ορολογία του Jacques Derrida.
Επιχείρησα, με ανάρμοστη ίσως συντομία, να εντοπίσω ορισμένους πυρήνες της λεβινασικής εναίσθησης για την ηθική φιλοσοφία, για τη δεξίωση της ετερότητας, για την υπευθυνότητα του ατομικού εγώ και για το μείζον ζήτημα της δικαιοσύνης ενάντια πιθανώς στο δίκαιο. Είμαι βέβαιος ότι η εκ του σύνεγγυς ανάγνωση του υπό συζήτηση κειμένου θα λειτουργήσει ως έναυσμα ενός διαλόγου, ο οποίος δυστυχώς βρίσκεται ακόμη στα σπάργανα.»