Η πιο συναρπαστική εξέλιξη της τεχνολογίας και της επιστήμης στις μέρες μας είναι η πρόοδος που συντελείται στο σχεδιασμό και στην κατασκευή μηχανών με λειτουργίες και διαδικασίες οι οποίες, μέχρι πρό τινος, ήταν αποκλειστικό «προνόμιο» της ανθρώπινης νόησης. Αξίζει, επομένως, να διερευνήσει κάποιος ποια είναι η πραγματικότητα σε σχέση με τις «ευφυείς» αυτές μηχανές και τι μπορεί να σημαίνει η εμμονή των ερευνητών για την εξέλιξή τους. Είναι δε, παραπάνω από βέβαιο, ότι η προσπάθεια για την ανάπτυξη της Τεχνητής Νοημοσύνης, προκαλεί ήδη ποικίλες μεταβολές και μετασχηματισμούς στη μέχρι τώρα θεώρηση που έχει ο άνθρωπος για τον εαυτό του, την κοινωνία και τον κόσμο. Οι μεταβολές αυτές μπορούν να επισημανθούν, να αναλυθούν και να ερμηνευτούν αποτελεσματικά με οδηγό τη φιλοσοφική σκέψη.
Ιδιαίτερα κατατοπιστικό για εισαγωγή στο θέμα μας το άρθρο του Σπύρου Μανουσέλη («Η από μηχανής… νοημοσύνη». Εφημερίδα των Συντακτών, 13.03.2015):
«…Πράξη γέννησης του ερευνητικού προγράμματος της Τεχνητής Νοημοσύνης (Τ.Ν.) θεωρείται από πολλούς ιστορικούς της επιστήμης η δημοσίευση του άρθρου «Υπολογιστικές μηχανές και νοημοσύνη» που έγραψε το 1950 ο μεγάλος Βρετανός μαθηματικός Αλαν Τιούρινγκ (Alan Turing). Σε αυτό το κείμενο ο πατέρας της σύγχρονης υπολογιστικής επιστήμης εξετάζει εξαντλητικά το πανάρχαιο ερώτημα «Μπορούν οι μηχανές να σκέφτονται;» και προτείνει μια εμπειρική μέθοδο, μια δοκιμασία που μας επιτρέπει να αποφασίζουμε αν και πότε μια υπολογιστική μηχανή μπορεί να επιδεικνύει νοημοσύνη ανάλογη με αυτή των ανθρώπων (βλ. σχετικό πλαίσιο). Τη μεγάλη επιρροή που άσκησε το επονομαζόμενο σήμερα «τεστ Τιούρινγκ» μάς την αποκαλύπτει και ο κλασικός ορισμός της τεχνητής νοημοσύνης που διατυπώθηκε έπειτα από πολλά χρόνια: «Τ.Ν. είναι ο κλάδος της επιστήμης των υπολογιστών που ασχολείται με τον σχεδιασμό νοημόνων συστημάτων, συστημάτων δηλαδή τα οποία επιδεικνύουν μια συμπεριφορά που αν τη συναντούσαμε σε έναν άνθρωπο, θα τον χαρακτηρίζαμε νοήμονα». Ο ορισμός ακολουθεί κατά γράμμα τη στρατηγική που πρότεινε ο Τιούρινγκ: δεν ορίζει τι είναι η νόηση, συγκρίνει απλώς τις εξωτερικές εκδηλώσεις της. Είναι δηλαδή συμπεριφοριστικός και ανθρωποκεντρικός.
Τη δεκαετία του 1960, χάρη στην ανάδυση της Τεχνητής Νοημοσύνης και της Γνωσιακής Επιστήμης, άρχισε να διαφαίνεται, πρώτη φορά, η προοπτική της δημιουργίας μιας νέας επιστήμης-τεχνολογίας των νοητικών φαινομένων. Οι δύο νέοι, ιδιαίτερα δυναμικοί διεπιστημονικοί κλάδοι φιλοδοξούσαν να συνθέσουν σε ένα ενιαίο εξηγητικό σχήμα τις επιμέρους γνώσεις και τεχνολογίες που είχαν αρχίσει να συσσωρεύονται με εκρηκτικούς ρυθμούς γύρω από τη δομή και τη λειτουργία του ανθρώπινου νου.
Τα επόμενα χρόνια, η «νέα επιστήμη και τεχνολογία του νου» θα συγκροτηθεί πάνω σε δύο θεμελιώδεις –αν και κάθε άλλο παρά προφανείς– παραδοχές:
1) κάθε νοητικό φαινόμενο είναι γνωσιακό φαινόμενο και
2) κάθε γνωσιακό φαινόμενο δεν είναι παρά ένα υπολογιστικό φαινόμενο.
Ετσι εξηγείται γιατί, από τα πρώτα βήματά τους μέχρι σήμερα, τόσο η Τ.Ν. όσο και οι άλλες γνωσιακές επιστήμες υιοθέτησαν το «υπολογιστικό μοντέλο» για την κατανόηση του νου και ανήγαγαν τους ηλεκτρονικούς υπολογιστές σε βασικό εργαλείο ελέγχου της αλήθειας των θεωριών τους. Η παραδοχή όμως ότι μια υπολογιστική μηχανή (π.χ. ένας ψηφιακός ή αναλογικός υπολογιστής) μπορεί, κατ’ αρχήν, να αναπαράγει όλες τις λειτουργίες ενός βιολογικού εγκεφάλου, οδηγεί στο ταυτολογικό συμπέρασμα ότι ο εγκέφαλός μας δεν είναι τίποτε άλλο από μια υπολογιστική μηχανή!
Η θεμελιώδης και, μέχρι πρόσφατα, κυρίαρχη υπόθεση εργασίας όσων εργάζονται στο φιλόδοξο πρόγραμμα κατασκευής ευφυών μηχανών ήταν η παραδοχή πως κάθε ανθρώπινη νοητική συμπεριφορά είναι μια υπολογιστική διεργασία: αλγοριθμικός χειρισμός συμβόλων βάσει κανόνων. Πρόκειται για το περίφημο και τεχνολογικά παραγωγικότατο μοντέλο της «υπολογιστικής θεωρίας της νόησης» (computationalism). Συνέπεια αυτής της παραδοχής, ότι δηλαδή κάθε νοητική διεργασία είναι ουσιαστικά μια υπολογιστική διεργασία, ήταν πως το επιστημονικό πρόγραμμα της Τ.Ν. προϋποθέτει -και συνεπώς επιβάλλει- την «καινοφανή» ιδέα ότι σε κάθε υπολογιστική μηχανή υπάρχει μια εγγενής και απόλυτη διάκριση του λογισμικού (software) από το υλισμικό (hardware) τμήμα της μηχανής, αδιάφορο αν η μηχανή αυτή είναι βιολογική ή ηλεκτρονική. Υπό αυτήν ακριβώς την έννοια, η αποδοχή του υπολογιστικού μοντέλου συνεπάγεται την εξαΰλωση του νου! Μόνον αν οι νοητικές λειτουργίες αποκοπούν από το βιολογικό τους υπόστρωμα μπορούν να μετακομίσουν ελεύθερα από τους βιολογικούς στους ηλεκτρονικούς εγκεφάλους.
‘Εχει περάσει πάνω από μισός αιώνας συστηματικών ερευνών και εντυπωσιακών εφαρμογών της Τ.Ν. και όμως το αποφασιστικό ερώτημα αν οι μηχανές μπορούν ή αν θα μπορέσουν κάποτε να σκέφτονται παραμένει αναπάντητο. Για την ακρίβεια, δεν υπάρχει ούτε καν συμφωνία μεταξύ των ειδικών για το πώς θα έπρεπε να εννοηθούν οι βασικοί όροι του ερωτήματος: τι ακριβώς είναι μια «μηχανή» και τι σημαίνει να διαθέτει «νοημοσύνη» ή «σκέψη»; ‘Ολα εξαρτώνται από το πώς ορίζει κανείς αυτές τις έννοιες και από το πόσο αυστηρά ή ευέλικτα είναι τα επιστημονικά κριτήρια που υιοθετεί. Για παράδειγμα, ανάλογα με το μοντέλο της νοημοσύνης που υιοθετεί κανείς, οι σύγχρονοι πανίσχυροι υπολογιστές μπορεί κάλλιστα να θεωρηθούν εντελώς «ανόητοι» ενώ, αντίθετα, μια απλή αριθμομηχανή μπορεί να χαρακτηριστεί «νοήμων».
Ουδείς αμφιβάλλει σήμερα για τις προόδους που έχουν σημειωθεί στην επιστήμη των υπολογιστών, και ειδικότερα για τις αποφασιστικής σημασίας εφαρμογές της Τ.Ν. Ομως, αυτές οι εντυπωσιακές τεχνολογικές εξελίξεις θα οδηγήσουν αργά ή γρήγορα και αναπότρεπτα στην εκπλήρωση του τεχνολογικού ονείρου της δημιουργίας σκεπτόμενων μηχανών; Σε αυτό το σημείο οι απόψεις των ειδικών διίστανται.
Οι οπαδοί της «σκληρής Τ.Ν.» (hard A.I.) υποστηρίζουν ότι η δημιουργία σκεπτόμενων μηχανών είναι αναπόφευκτη. Δεδομένου ότι τα υπολογιστικά προγράμματα διαρκώς θα βελτιώνονται, θα καταφέρουμε σύντομα να προσομοιώσουμε τις βασικές ανθρώπινες νοητικές λειτουργίες. Και μόλις αυτά τα υπολογιστικά προγράμματα αποκτήσουν επαρκή πολυπλοκότητα, ανάλογη με αυτήν των ανθρώπινων νοητικών λειτουργιών, τότε η νοημοσύνη του υπολογιστή θα αναδυθεί αυτομάτως. Ωστόσο, η εμφανής αδυναμία υλοποίησης των στόχων του σκληρού προγράμματος οδήγησε σταδιακά σε μια πιο «ήπια» και «πραγματιστική» εκδοχή της Τ.Ν. (soft A.I.). Αυτή υποστηρίζει ότι η αναζήτηση και η έρευνα της Τ.Ν. εκτός από την πρακτική χρησιμότητά της αποτελεί και ένα ιδιαίτερα χρήσιμο επιστημολογικό εργαλείο.
Με άλλα λόγια, τα υπολογιστικά μοντέλα αποτελούν το ιδανικό εργαλείο για τον έλεγχο, δηλαδή για την επαλήθευση ή τη διάψευση των διαφορετικών προσεγγίσεων και εξηγήσεων των νοητικών φαινομένων. Ετσι, για παράδειγμα, μπορούμε να αντιπαραβάλουμε το κλασικό υπολογιστικό μοντέλο του νου με το πιο πρόσφατο «συνδετιστικό» μοντέλο του νου, το οποίο βασίζεται στην αρχιτεκτονική των βιολογικών εγκεφάλων και όχι στο γραμμικό υπολογιστικό μοντέλο επεξεργασίας των πληροφοριών. Η εμμονή, τις δύο τελευταίες δεκαετίες, στο πρόγραμμα της «σκληρής Τ.Ν.» δικαιολογείται μόνον από τις εντυπωσιακές τεχνολογικές εφαρμογές της. Σήμερα, πάντως, θεωρείται επαρκώς επιβεβαιωμένο το γεγονός ότι κάθε αφηρημένη και αμιγώς υπολογιστική προσέγγιση του ανθρώπινου νου, μολονότι οδηγεί στη δημιουργία αξιοθαύμαστων και ιδιαίτερα ισχυρών μηχανών, δεν καταφέρνει να τις προικίσει με ανθρώπινου τύπου νοημοσύνη ούτε βέβαια με κάποια μορφή αυτόνομης σκέψης. Αυτή η αποτυχία της «σκληρής Τ.Ν.» να δημιουργήσει μηχανές με πραγματική νοημοσύνη δεν σημαίνει βέβαια ότι η ανθρώπινη γλώσσα, η συνείδηση, η φαντασία, η έλλογη σκέψη, τα συναισθήματα, όλες αυτές οι «ανώτερες» και αινιγματικές εκδηλώσεις του ανθρώπινου νου είναι ανεξήγητα ή υπερφυσικά φαινόμενα, δημιουργήματα κάποιων σκοτεινών δυνάμεων (της άυλης ψυχής, του Θεού κ.ο.κ.). Γιατί, η νέα επιστήμη των αυτομάτων μάς επιτρέπει να δημιουργούμε εντυπωσιακά βιοκυβερνητικά ομοιώματά μας.