«Το παιχνίδι της Μίμησης» και η «σκληρή» Τεχνητή Νοημοσύνη.

«Στο διάσημο κείμενο με τίτλο «Υπολογιστικές μηχανές και νοημοσύνη» (Computing Machinery and Intelligence), που έγραψε το 1950, o Αλαν Τιούρινγκ εξετάζει εξαντλητικά το ερώτημα αν «οι μηχανές μπορούν να σκέφτονται». Καταλήγει μάλιστα να προτείνει μια φαινομενικά παιγνιώδη δοκιμασία που, όπως ήλπιζε, θα μπορούσε να προσφέρει ένα ασφαλές κριτήριο για να αποφασίζουμε αν οι υπολογιστικές μηχανές -που είχαν μόλις αρχίσει να εμφανίζονται- διαθέτουν ή όχι ανθρώπινη νοημοσύνη.

Το κείμενο του Τιούρινγκ περιλαμβάνεται και σχολιάζεται διεξοδικά στο εξαιρετικό βιβλίο των Ντάγκλας Χόφσταντερ (Douglas Hofstader) και Ντάνιελ Ντένετ (Daniel Dennett) «Το Εγώ της Νόησης», που κυκλοφορεί στα ελληνικά από τις εκδ. Κάτοπτρο.

Η όλη δοκιμασία του Τιούρινγκ βασίζεται σε ένα πανούργο παιχνίδι μίμησης που παίζεται από τρεις παίκτες. Οι δύο από αυτούς είναι άνθρωποι, ενώ ο τρίτος είναι ένας ισχυρός ψηφιακός υπολογιστής. Ο πρώτος αναλαμβάνει τον ρόλο του «ανακριτή»: είναι ένας άνθρωπος που θέτει ερωτήματα στους άλλους δύο προκειμένου να καταλάβει και να αποφασίσει ποιος από τους άλλους δύο παίκτες είναι η υπολογιστική μηχανή.

Ο δεύτερος άνθρωπος οφείλει να απαντά πάντοτε ειλικρινά για να βοηθήσει τον ανακριτή, ενώ ο τρίτος, ένας κατάλληλα προγραμματισμένος υπολογιστής, μιμείται όσο καλύτερα μπορεί την ανθρώπινη λεκτική συμπεριφορά με σκοπό να ξεγελάσει τον ανακριτή.

Στη δοκιμασία Τιούρινγκ η ικανότητα χρήσης της ανθρώπινης γλώσσας αποτελεί το επαρκές και, σε τελευταία ανάλυση, το αποφασιστικό κριτήριο για να διακρίνουμε αν πράγματι ένα σύστημα (ανθρώπινο ή τεχνητό) διαθέτει νοημοσύνη. Συνεπώς, πρόκειται για ένα σαφώς εξωγενές συμπεριφοριστικό κριτήριο που αδιαφορεί παντελώς για το υλικό υπόστρωμα ή τις δομές που παράγουν τη νοήμονα συμπεριφορά.

Είτε πρόκειται για ανθρώπινους βιολογικούς εγκεφάλους είτε για προγράμματα ηλεκτρονικών υπολογιστών, αυτό που ενδιαφέρει είναι μόνον η γλωσσική ικανότητα που επιδεικνύουν και όχι η εγκεφαλική ή ηλεκτρονική δομή που την παράγει, η οποία θεωρείται ένα αδιαφανές «μαύρο κουτί». Με αυτήν ακριβώς την έννοια, η δοκιμασία του Τιούρινγκ εξετάζει αποκλειστικά και μόνο τις γλωσσικές απαντήσεις των παικτών στα γλωσσικά ερεθίσματα-ερωτήσεις που δέχονται.

Σύμφωνα με αυτή τη θεμελιώδη –αλλά μέχρι σήμερα ανεπιβεβαίωτη– παραδοχή του Αλαν Τιούρινγκ και των σύγχρονων οπαδών της σκληρής εκδοχής της Τεχνητής Νοημοσύνης (hard A.I.), η ανθρώπινη σκέψη δεν είναι τίποτε άλλο και τίποτα περισσότερο από λογικός υπολογισμός, δηλαδή χειρισμός συμβόλων βάσει κανόνων, άρα δεν εξαρτάται ούτε περιορίζεται από το υλικό υπόστρωμα (hardware) στο οποίο πραγματοποιούνται αυτοί οι υπολογισμοί, και συνεπώς μπορεί κάλλιστα να εκδηλώνεται τόσο σε βιολογικούς όσο και σε ηλεκτρονικούς εγκεφάλους!

Πρόκειται για την αφηρημένη, υπολογιστική και συμπεριφοριστική «σκληρή» εκδοχή της Τ.Ν. που έχει δεχτεί πλήθος επικρίσεων και διαψεύσεων, τόσο αμιγώς επιστημονικών όσο και φιλοσοφικών. Από επιστημονική άποψη, είναι αδύνατον, π.χ., να παραβλέπουμε ή να υποτιμάμε τις βιολογικές, εγκεφαλικές προϋποθέσεις της νοημοσύνης. Ενώ από φιλοσοφική άποψη, δεν μπορούμε να αποφασίζουμε εάν ένα τεχνητό σύστημα διαθέτει ή όχι νοημοσύνη βασιζόμενοι αποκλειστικά και μόνο στην οπτική γωνία ενός τρίτου προσώπου (του ανακριτή) και όχι, π.χ., σε αυτήν του πρώτου προσώπου: εγώ σκέπτομαι, άρα είμαι νοήμων!

Το βέβαιο πάντως είναι ότι, από τη σκοπιά του πρώτου προσώπου, οι εκδηλώσεις της νόησης προϋποθέτουν την παρουσία συνείδησης και κατανόησης, των τυπικών δηλαδή γνωρισμάτων του ανθρώπινου νου. (Πηγή: Σπύρος Μανουσέλης, Εφημερίδα των Συντακτών).

Δείτε και:

 

Share This: