Θα ήταν ιδιαίτερα χρήσιμο, στις μέρες μας, να μην επαναλαμβάνουμε τις άγονες, προγονόπληκτες εμμονές για την ανωτερότητα του πολιτισμού των αρχαίων μας προγόνων. Αυτό που οφείλουμε να κάνουμε – κυρίως όταν διδάσκουμε τους Αρχαίους στα σχολεία μας – είναι να μελετήσουμε σε βάθος τη σκέψη και το αξιακό τους σύστημα, όπως αποκαλύπτεται στα κείμενά τους, επιδεικνύοντας την αφοσίωση και τον ενθουσιασμό που έδειξαν πολλοί εμβληματικοί ελληνιστές, όπως η αξεπέραστη Ζακλίν Ντε Ρομιγί. Μόνον έτσι, θα μπορέσουμε να εμπλουτίσουμε τη δική μας σκέψη, τη δική μας ζωή και τη δική μας κοινωνία, με συμπεριφορές και στάσεις ζωής που θα δημιουργούν λύσεις για τα περίπλοκα και δυσεπίλυτα προβλήματα του ατομικού και συλλογικού μας βίου. Σκύβοντας πάνω στις ιδέες των πρωτότυπων κειμένων, μπορούμε να ανακαλύψουμε τρόπους και αξίες οι οποίες μπορούν να προσαρμοστούν ιδανικά στο παρόν μας, αναπτύσοοντας τη βιοθεωρία ενός νέου ανθρωπισμού και ενός νέου διαφωτισμού με πρακτική εφαρμογή στην καθημερινότητά μας. Παραθέτουμε σήμερα, ένα απόσπασμα από το βιβλίο της Ρομιγί, όπου αναλύεται η σχέση επιείκειας και διακιοσύνης, μια σχέση που πρέπει κι εμείς σήμερα να καλλιεργήσουμε.
«Οι Έλληνες μιλούσαν για δικαιοσύνη ή άλλες φορές μιλούσαν για ηρωισμό. Οι αξίες τους ήταν τόσο απαιτητικές και τόσο έντονα επικεντρωμένες στη συλλογική ζωή, που δε θα μπορούσαν να είναι τόσο ευαίσθητοι στις απόλυτα συναισθηματικές αρετές, οι οποίες αντιστοιχούν στην ηπιότητα. […] Η “Ιλιάδα” είναι ένα ποίημα μαχών και θανάτου. Η τραγωδία έμελλε να παραμείνει το κατεξοχήν απάνθρωπο είδος. Η ιστορία του Θουκυδίδη περιγράφει με απαράμιλλο ρεαλισμό τη σωματική και ηθική βιαιότητα ενός ανεηλούς πολέμου. Η ζωή των Ελλήνων δεν ήταν σε καμία περίπτωση γλυκιά… […]
»Παρ’ όλ’ αυτά […] η ηπιότητα δεν έπαψε να κερδίζει. Αν αποβαλλόταν από έναν τομέα, άνθιζε σε άλλον. Σύντομα οι αρετές που εμπνέει γίνονταν το σύμβολο του πολιτισμού και το διακριτικό σημείο της ελληνικότητας, σε αντίθεση προς τη βαρβαρότητα. Τότε είναι που τις ανακαλύπτουμε τελικά, παρούσες παντού, να διεκδικούνται με περηφάνια, στο έργο του Πλουτάρχου. Υπ’ αυτή την έννοια, μπορούμε ακόμα και να πούμε ότι η ηπιότητα δεν κατέχει μονάχα μια ξεχωριστή θέση στην ελληνική συνείδηση, στη σκιά πιο θεμελιωδών αξιών, αλλά ότι αποτελεί, εντέλει, εξέχον χαρακτηριστικό του ελληνικού ιδεώδους»
«Οι Έλληνες διέθεταν μια εγγενή ροπή προς την ηπιότητα: ήταν φυσικό η λέξη αυτή να τους χρησιμεύσει για τη δήλωση αυτής της επιδίωξης, και να τους επιτρέψει να εκφράσουν αυτό το κάτι παραπάνω, το οποίο δεν απαιτούσε η δικαιοσύνη, αλλά ήταν πολύτιμο γι’ αυτούς.
Άλλωστε, η ομηρική ευπρέπεια, εκφρασμένη διά του ρήματος ἔοικε , ερχόταν σε αντιδιαστολή προς κάθε μορφή βίας. Και ο Αχιλλέας, στη ραψωδία Ψ της Ιλιάδας, λέει στον Αίαντα και τον Ιδομενέα: «ἐπεὶ οὐδὲ ἔοικε». Η μετριοπάθεια, ο σεβασμός προς τον άλλο, που η δικαιοσύνη δεν προέβλεπε, μπορούσαν, με τον τρόπο αυτό, να περάσουν μέσα σ’ αυτή την ευπρέπεια.
Τέλος, στα παραπάνω θα πρέπει να προσθέσουμε ότι η λέξη, ενδεδυμένη τη νέα της έννοια, κάλυπτε ένα αισθητό κενό στο σχετικό με την ηπιότητα λεξιλόγιο: αν το πράος προσδιορίζει διαδικασία και τρόπο ύπαρξης και το φιλάνθρωπος ένα συναίσθημα, το επιεικής αναφέρεται κυρίως σε μια συμπεριφορά αποδεκτή από την κοινωνία.
Στον Όμηρο, βλέπουμε, μία φορά μόνο αλλά σαφέστατα, πώς η λέξη θα ενδυόταν αυτή τη νέα σημασία της και πώς θα περνούσε στο αυλάκι της δικαιοσύνης. Αυτό συμβαίνει ακριβώς στη ραψωδία Ψ της Ιλιάδας, για την οποία μόλις έγινε λόγος, και η αναφορά αφορά μια αρματοδρομία, η οποία φαίνεται να θέτει ποικίλα προβλήματα σωστής επιβράβευσης. Στον αγώνα αυτό, πραγματικά, ο Διομήδης τερματίζει σαφέστατα πρώτος και αυτός θα πάρει το βραβείο. Πίσω του ακολουθούν ο Αντίλοχος και ο Μενέλαος, ο Μηριόνης και, τέλος, ο Εύμηλος, που είναι ο τελευταίος. Όμως γνωρίζουμε γιατί ο Εύμηλος είναι ο τελευταίος· βρισκόταν στην κεφαλή, μα ήρθε η Αθηνά και έσπασε το ζυγό του άρματός του κι εκείνος έπεσε! Οι θεατές αδυνατούν να πιστέψουν ότι δε βρίσκεται πια μπροστά. Μπροστά σ’ αυτή την κατάσταση, ο Αχιλλέας «ώκτειρε». Αποφασίζει να τού δώσει το δεύτερο βραβείο λοιπόν παρότι τερμάτισε τελευταίος: «λοίσθος άνηρ ώριστος έλαύνει μώνυχας ‘ίππους·/άλλ’ άγειδή οι δώμεν άέθλιον ώς επιεικές».
Αυτή η απόδοση του δεύτερου βραβείου φαινόταν στον Αχιλλέα η “αρμόζουσα”, γιατί λειτουργούσε διορθωτικά ως προς την αυστηρή δικαιοσύνη, στο όνομα της κατανόησης και της ανθρωπιάς.
Όπως θα περιμέναμε, ωστόσο, προκαλεί αμέσως μια αντίδραση, η οποία βασίζεται επίσης στην αυστηρή δικαιοσύνη. Ο Αντίλοχος που τερματίζει δεύτερος διαμαρτύρεται: η ατυχία του Ευμήλου φαίνεται στα δικά του μάτια ως αποτέλεσμα του ότι αυτός, ο τελευταίος, δεν είχε επικαλεστεί τους θεούς (πράγμα που υποδηλώνει πως η ήττα του υπήρξε δίκαια). Κι αν ο Αχιλλέας νιώθει συμπόνια, αυτό συνιστά προσωπική του υπόθεση, που δεν πρέπει να επηρεάσει την απόδοση των βραβείων. Πραγματικά, ο Αχιλλέας αποδέχεται αυτή την αρχή και δίνει στον Εύμηλο μια ξεχωριστή ανταμοιβή, που προέρχεται από τη δική του περιουσία. Η επιείκεια επιστρέφει στον ιδιωτικό χώρο, το μόνο όπου έχει τη θέση της. Όμως, παράλληλα μ’ αυτή την επιφύλαξη, διαπιστώνουμε ότι ενεργοποιείται και διορθώνει με επιτυχία ότι η αυστηρή δικαιοσύνη αφήνει ανικανοποίητο.
Και πάλι δεν είναι το μοναδικό πρόβλημα που θέτει εδώ η λανθάνουσα διαμάχη μεταξύ δικαιοσύνης και ευγενών συναισθημάτων. Το βραβείο που ο Αντίλοχος επιτυγχάνει τελικά να δοθεί σ’ αυτόν δεν έκαψε να αλλάζει χέρια. Η διαμαρτυρία του, η οποία εισακούστηκε, ακολουθείται, στην πραγματικότητα, από μια άλλη: αυτή του Μενελάου, τον οποίος ο Αντίλοχος προσπέρασε με δόλο, παίρνοντας θέση τέτοια, ώστε να τον εμποδίσει. Ο Αντίλοχος υποχωρεί, όταν αμφισβητείται, για να αποφύγει τον καβγά και δίνει στον Μενέλαο τη φοράδα που έχει μόλις κερδίσει. Στο σημείο αυτό, ο Μενέλαος, μπροστά στη χειρονομία αυτή, «Τοῖο δὲθυμος / ίάνθη ώσείτε περί σταχύεσσιν έέρση, «νυν αυτε νόον νίκησε νεοίη». Και, χωρίς να παραιτηθεί από τα δικαιώματα του επί της φοράδας, την επιστρέφει ως δώρο στον Αντίλοχο: «ΐνα γνώωσι καί οίδε/ώς έμός ον ποτέ θυμός υπερφίαλος καί απηνής». Ύστερα απ’ αυτή την ανταλλαγή ευγενικών χειρονομιών, συνεχίζεται η απονομή των βραβείων μέσα σε γενική ευφορία, εν μέσω αμοιβαίων φιλοφρονήσεων.
Οι φιλικοί διακανονισμοί αυτών των ομηρικών ηρώων σχετίζονται προφανώς με τα ευγενικά ήθη της εποχής. Όμως, ο πειρασμός να φανεί κανείς πιο γενναιόδωρος απ’ ό,τι η αυστηρή δικαιοσύνη δεν επρόκειτο να εξαφανιστεί μετά απ’ αυτούς τους ήρωες. Σιγά σιγά, επρόκειτο να αναγνωριστεί. Και, σύντομα, αντί να σημαίνει απλώς «αρμόζων», «κατάλληλος», η λέξη επιεικής θα φορτιστεί, στην πραγματικότητα, μ’ ένα νέο νόημα, που θα αντανακλά αυτή την τάση ή μάλλον, θα λάβει δύο έννοιες: θα δηλώνει την αληθινή δικαιοσύνη, δηλαδή ευθυκρισία, σε αντιδιαστολή προς την ωμή εφαρμογή των κανόνων και θα δηλώνει και τη μετριοπάθεια, ή την επιείκεια, που αποτελούν, στα μάτια των Ελλήνων, τα ιδιαίτερα γνωρίσματα αυτής της ευθυκρισίας.
Τούτη η νέα σημασία του όρου φαίνεται πως εμφανίστηκε περίπου τη στιγμή που γεννήθηκαν και οι λέξεις πράος και φιλάνθρωπος. Σ’ ό,τι μας αφορά, αυτές οι νέες έννοιες συναντιόνται στα κείμενα από τον 5ο αιώνα και εξής και κερδίζουν έδαφος πολύ γρήγορα. Στον Ηρόδοτο, εμφανίζονται σε μία στις τέσσερις αναφορές, στον Αριστοφάνη, σε δύο στις τρεις, στον Σοφοκλή, τον Ευριπίδη και τον Θουκυδίδη, σε όλες (δηλαδή, δύο, δύο και οκτώ αναφορές, αντίστοιχα). Μάλιστα, όλες αυτές οι πρώτες αναφορές εκφράζουν εύγλωττα τον τρόπο με τον οποίο η λέξη επιεικής αναπτύχθηκε στο περιθώριο της δικαιοσύνης, προκειμένου να τη διορθώσει και να τη συμπληρώσει. Αυτό που στον Όμηρο αποτελούσε ακόμα αόριστη παραίνεση, γίνεται τώρα ακριβής και σαφώς προσδιορισμένη απαίτηση. Πραγματικά, συναντούμε έναν αρκετά μεγάλο αριθμό παραδειγμάτων, στα οποία η λέξη επιεικές προσεγγίζει το δίκαιον και προτιμάται έναντι αυτού.
Αυτό συμβαίνει στον Ηρόδοτο , όπου γίνεται λόγος για το γιο του Περίανδρου, ο οποίος δε θέλει να επιστρέψει στο σπίτι του, προκειμένου να διαδεχθεί σύντομα τον πατέρα του, για τον οποίο γνωρίζει ότι ευθύνεται για το θάνατο της μητέρας του. Η αδελφή του νεαρού άνδρα πηγαίνει να τον βρει και τον καλεί σε υπέρβαση:« Απιθιες ες τά οικία, παύσαι σεωυτόν ζημιών. Φιλοτιμίη κτήμα σκαιόν μή τω κακω τό κακόν ίώ. Πολλοί των/δικαίων τά επιεικέστερα προτιθείσι». Σύμφωνα με την αυστηρή δικαιοσύνη, ο νεαρός άνδρας δε θα μπορούσε να συγχωρήσει τον πατέρα του. Ωστόσο, οι συνθήκες ζητούν απ’ αυτόν περισσότερη ανεκτικότητα. Η επόμενη φράση, άλλωστε, διευκρινίζει σαφώς τι θα σήμαινε αυτή η αυστηρή δικαιοσύνη· εν συντομία, θα ήταν η ακολουθία των πράξεων εκδίκησης που γνώρισε ο οίκος των Ατρειδών: «Πολλοί δέ ήδη τά/μητρώια διζήμενοι τά πατρώια άπέβαλον». Με άλλα λόγια, η επιεικής στάση συνίσταται στο να κλείνει κανείς τα μάτια, προκειμένου να αποφύγει την ακολουθία των συμφορών που επισύρει, για τους ανθρώπους, η ανταπάντηση με κακό.
Την ίδια αντίθεση και την ίδια έκκληση για κάτι περισσότερο συμφιλιωτικό, σε σχέση με τη δικαιοσύνη, βρίσκουμε σε διάφορα κείμενα των τελών του αιώνα.
Ένα απ’ αυτά θα μπορούσε να αφήσει κάποιο περιθώριο αμφιβολίας. Γιατί, αν και η λέξη προβάλλει στο περιβάλλον της δικαιοσύνης, φαίνεται πως δύσκολα διακρίνεται απ’ αυτή. Πρόκειται για το παράδειγμα από τις Νεφέλες του Αριστοφάνη. Στους στίχους 1437-1438, ο Στρεψιάδης φέρεται όπως πολλοί από τους σύγχρονους γονείς: αποδέχεται, τελικά, την κακή μεταχείριση που του επιβάλλει ο γιος του: «Έμοί μέν, ώνδρες ήλικες, δοκεΐ λέγειν δίκαια». Αυτό μάλλον θα αρκούσε, όμως προσθέτει: «κάμοιγε συγχωρείν δοκεί τούτοισι τάπιεική». Το επιεικές μοιάζει, επομένως, να συγχέεται με τη δικαιοσύνη. Ωστόσο αυτό συμβαίνει φαινομενικά. Ο πατέρας έχει, φυσικά, δικαιώματα επάνω στο γιο του. Η ανεκτική στάση συνίσταται στο να ακούσει κανείς επιχειρήματα δικαίου εκεί όπου η αρχή της αυθεντίας θα έπρεπε να αποκλείει μια τέτοια πρακτική. Προϋποθέτει, εξάλλου, μια ευρύτερη αντίληψη, όπως αποδεικνύει ο πληθυντικός τούτοισι (στα παιδιά του). Κι αν δεν υφίσταται αντίθεση μεταξύ των δύο εννοιών, η μια από τις δύο -η νέα- είναι, λοιπόν, πολύ ευρύτερη και περιεκτική σε σχέση με την άλλη.
Κατά τα λοιπά, η διάκριση είναι πιο σαφής σε άλλα κείμενα της ίδιας εποχής.
Έτσι, ένα εδάφιο από το έργο του Ευριπίδη συνιστά την ίδια ανεκτικότητα, αποδίδοντάς τη στους θεούς: «τάπιεική πρόσθεν ηγούνται δίκης».
Αντίθετα, ο πιο σκληρός από τους θεούς, ο Άδης, δε γνωρίζει την ευθυκρισία, μόνο την απλή και καθαρή δικαιοσύνη: «ός ούτε τουπιεικές ούτε την χάριν ήδη μόνην δ’ έστεργε την απλώς δίκην.».
Αυτή η στάση ανεκτικότητας μπορεί να τηρείται από τους ανθρώπους ακόμα και σε ζητήματα δικαίου και ενώπιον των δικαστηρίων. Έτσι, ο Αντιφώντας, στην πρώτη Τετραλογία, βάζει τον κατηγορούμενό του να πει ότι, αν το θύμα ζούσε, θα μπορούσε να πει πολλά εναντίον του. Αλλά δε θα επωφεληθεί της κατάστασης: θα το αφήσει πατά μέρος αυτό, επιεικέστερου η δικαιότερου Με άλλα λόγια, θα είχε το δικαίωμα να το κάνει, όμως, θα επιδείξει πνεύμα ανεκτικότητας, για να πειθαρχήσει στην ευπρέπεια. Η επιεικής συμπεριφορά απαγορεύει, και εδώ, να φτάσει κανείς στα άκρα των δικαιωμάτων του.»
(Jacqueline de Romilly, Η ηπιότητα στην αρχαία ελληνική σκέψη, Εκδοτικός Οίκος Α. Α. Λιβάνη, 2007)