Μια μικρή συμβολή στη μελέτη των μαθητών της Β λυκείου για το μάθημα των αρχαίων ελληνικών (Θουκυδίδου, Περικλέους Επιτάφιος), το κείμενο του Ιωάννη Κακριδή. Σύντομη και καίρια παρουσίαση – ανάλυση του Θουκυδίδειου λόγου από τον κορυφαίο έλληνα φιλόλογο του 20ου αι. Γράφει, λοιπόν, ο Κακριδής:
«Ακόμα και αν από τον κόσμο της κλασικής Αθήνας δεν μας είχε σωθεί τίποτε άλλο, ούτε κείμενο, ούτε αρχιτεκτόνημα, ούτε γλυπτό, ούτε αγγείο, έξω από τον επιτάφιο λόγο που καταχωρίζει ο Θουκυδίδης στο δεύτερο βιβλίο της ιστορίας του, και μόνο οι λίγες αυτές σελίδες θα αρκούσαν να μας αποκαλύψουν σε πόσο ύψος είχε φτάσει ο αθηναϊκός πολιτισμός στο δεύτερο μισό του 5ου π.Χ. αιώνα· να μας φανερώσουν ακόμα πόσο δυνατό ένιωθε ο Αθηναίος πολίτης το δεσμό του με την πόλη του και πόσο καλά ήξερε ποια τα δικαιώματα του και ποιες οι υποχρεώσεις του απέναντι της. Αν υπάρχει ένα κείμενο που να δίνει το αληθινό νόημα της δημοκρατίας και του πατριωτισμού, αυτό είναι ο Επιτάφιος.
Ο Επιτάφιος, όπως και το όνομα του άλλωστε δείχνει, είναι ένας λόγος που έβγαλε — καλύτερα: τον παρουσιάζει ο Θουκυδίδης να βγάζει ο Περικλής στα 430 π.Χ. πάνω από τους νεκρούς του πρώτου χρόνου του Πελοποννησιακού πολέμου. Το αττικό αυτό έθιμο, να τιμούν κάθε χρόνο όσους είχαν πέσει στη μάχη και μ’ έναν επίσημο λόγο, είχε καθιερωθεί από πιο παλιά χρόνια. Έτσι σιγά σιγά διαμορφώθηκε ένας τύπος επιτάφιου λόγου, που ο ομιλητής κάθε φορά ένιωθε το χρέος να τον σεβαστεί: Παράλληλα με τον έπαινο των νεκρών, που αποτελούσε το κύριο θέμα, έπρεπε να τιμηθεί η αττική γη πρώτα, που σαν μάνα και όχι σαν μητριά γέννησε και ανάστησε τέτοιους πολίτες. Έπρεπε να τιμηθούν ακόμη οι παλιοί πρόγονοι, που έστησαν και στήριξαν την αθηναϊκή πολιτεία στα πρώτα της χρόνια και ακόμα έβγαλαν τέτοιους απογόνους. Έπειτα ο ρήτορας έπρεπε να στραφεί στους ζωντανούς, προπαντός στους νέους, και να τους παρακινήσει να σταθούν αντάξιοι των νεκρών, τέλος να πει λίγα παρηγορητικά λόγια στους γονείς, στις γυναίκες, στα αδέρφια και στα παιδιά, που είχαν χάσει τους δικούς των.
Τα κεφάλαια αυτά περιέχονται και στο λόγο του Περικλή, όπως λίγο πολύ τα συναντούμε σε όλους τους επιτάφιους λόγους που μας σώθηκαν από την αρχαία Ελλάδα, του Γοργία, του Λυσία, του Δημοσθένη, του Υπερείδη και τον πλαστό του Σωκράτη, υπαγορευμένο τάχα από την περίφημη Ασπασία. Πώς ωστόσο ο Θουκυδίδης κατορθώνει στα κοινότυπα αυτά θέματα να δώσει καινούργια, απροσμέτρητη αξία, αυτό είναι το μυστικό της μεγαλοφυΐας. Το κακό είναι που σ’ ένα σύντομο άρθρο δεν χωρεί η ανάλυση ολόκληρου του λόγου· έτσι θα περιοριστούμε σ’ ένα δυο, οπωσδήποτε βασικά θέματα.
Το κέντρο του Επιτάφιου του Θουκυδίδη είναι ο έπαινος της αθηναϊκής πολιτείας, πώς ανάθρεψε τον πολίτη της, για να φτάσει να την κάνει άξια να γίνει της Ἑλλάδος παίδευσις, το μεγάλο σχολείο της Ελλάδας ολόκληρης – σήμερα θα λέγαμε: του κόσμου όλου.
Η αθηναϊκή πολιτεία ονομάζεται δημοκρατία. Για τον Έλληνα της κλασικής εποχής ο «δήμος» αντιδιαστέλλεται με τους «ολίγους», δεν περιέχει λοιπόν ολόκληρο τον πληθυσμό. Έτσι, η αθηναϊκή δημοκρατία, για να δεχτεί όλους τους πολίτες κοντά της, αυτό θα πει, και τους αριστοκρατικούς, είναι υποχρεωμένη να απαρνηθεί το όνομα της: Δημοκρατία θα πει κατά λέξη το κράτος του δήμου, και όμως στην Αθήνα τη δύναμη δεν την έχουν μόνο οι δημοκρατικοί1 στα ιδιωτικά θέματα είναι όλοι – και δημοκρατικοί και αριστοκρατικοί – ίσοι μπροστά στο νόμο. Και πάλι όμως, στα δημόσια πράγματα, οι πολίτες δεν είναι μηχανικά ισοπεδωμένοι, όπως θα περίμενε κανείς παρεξηγώντας το νόημα της αληθινής δημοκρατίας· εδώ δεν έρχεται να κυβερνήσει όποιος όποιος, μόνο και μόνο γιατί ήρθε η σειρά του· εδώ υπάρχει προτίμηση, και μάλιστα «προτίμηση από αρετής».
«Αρετή» ήταν αρχικά μια έννοια καθαρά αριστοκρατική· την αρετή μόνο ένας άριστος (αριστοκράτης) μπορούσε να την ασκήσει· και, φυσικά, μόνο ένας άριστος είχε το δικαίωμα να πάρει μέρος στα πολιτικά. Λυτή την αριστοκρατική αρχή, ότι την πολιτεία ταιριάζει να την κυβερνούν μοναχά οι κάτοχοι της αρετής, βλέπουμε τώρα να την ενστερνίζεται μια δημοκρατική πολιτεία, μόνο που η αρετή εδώ δεν έχει καμιά πια σχέση με την καταγωγή, όπως στις γνήσιες αριστοκρατίες.
«Το όνομα της πολιτείας μας, επειδή ζούμε στηριγμένοι στους πολλούς και όχι στους λίγους, είναι δημοκρατία. Ωστόσο, οι νόμοι, όταν είναι για τις ιδιωτικές διαφορές, δίνουν σε όλους τα ίδια δικαιώματα. Όσο πάλι για την προσωπική επιβολή, κατά που βλέπουμε τον καθένα να προκόβει σε κάτι, όχι γιατί ήρθε η σειρά του, όσο γιατί είναι ικανός, γι’ αυτό τον προτιμούμε να πάρει μέρος στα δημόσια πράγματα. Ούτε πάλι κανένας εξαιτίας της φτώχιας του, φτάνει μόνο να έχει να κάνει κάτι καλό στην πόλη μας, βρίσκεται με κομμένο το δρόμο, επειδή του λείπει η κοινωνική επιβολή». Έτσι η Αθήνα ξέρει όλους τους πολίτες της ίσους μπροστά στο νόμο και διαλέγει τον καλύτερο να την κυβερνήσει, ας είναι αριστοκράτης, ας είναι και απλός άνθρωπος του λαού, ας είναι πλούσιος, ας είναι και φτωχός.
«Και ενώ στην ιδιωτική μας ζωή περνούμε απείραχτα μεταξύ μας, σαν πολίτες είναι διά δέος, από εσωτερικό σεβασμό που δεν παρανομούμε, πειθαρχώντας στους άρχοντες μας κάθε φορά και στους νόμους, ξεχωριστά σ’ αυτούς που έχουν γίνει για να βοηθούν τους αδικημένους, και σ’ αυτούς που ας είναι και άγραφοι, όμως σε κάνουν το δίχως άλλο να ντρέπεσαι να τους πατήσεις».
Ο πολίτης, όταν φτάσει να μην παρανομεί όχι γιατί φοβάται την τιμωρία του νόμου, αλλά γιατί του το επιβάλλει η συνείδηση του – ο πολίτης αυτός είναι αληθινά ελεύθερος. Είναι ο άνθρωπος που τηρεί τους νόμους της πολιτείας, γιατί νιώθει πως είναι υπόλογος απέναντι στον ίδιο του τον εαυτό. Να κάνεις το σωστό, γιατί θέλεις να το κάνεις, όχι γιατί φοβάσαι το χωροφύλακα· να κάνεις περιττούς τους εξωτερικούς φραγμούς, γιατί έχεις υψώσει εσωτερικούς φραγμούς μέσα σου· να πάψεις να είσαι ετερόνομος και να γίνεις αυτόνομος — αυτό πρέπει να είναι το ιδανικό του ανθρώπου που αγωνίζεται να ολοκληρώσει το νόημα της ελευθερίας μέσα του. Ελεύθερος δεν θα πει να κάνεις ό,τι σου κατέβει και όπου σε τραβολογούν οι ορμές σου∙ θα πει να κάνεις αυτό που πρέπει, όμως γιατί το θέλεις ο ίδιος, και όχι γιατί το θέλουν άλλοι.
Φιλοκαλοῦμέν τε γάρ μετ’ εὐτελείας καί φιλοσοφοῦμεν ἄνευ μαλακίας… Οι Αθηναίοι αγάπησαν την ομορφιά, χωρίς να πάψουν να είναι απλοί’ αγάπησαν τη θεωρία, χωρίς να πάψουν να είναι άνθρωποι της δράσης. Τα πλούτη τους σπρώχνουν σε έργα, όμως και τη φτώχια τους κοιτάζουν με έργα να τη δαμάσουν. Ο κάθε Αθηναίος γνοιάζεται για το σπίτι του, χωρίς ούτε για μια στιγμή να πάψει να γνοιάζεται και για την πόλη του· γιατί οι Αθηναίοι είναι οι μόνοι που όποιον δεν παίρνει μέρος στα πολιτικά τον θαρρούν άνθρωπο άχρηστο. Η βολική φιλοσοφία του ἀπραγμόνως ζῆν, της αποτραβηγμένης από το κοινωνικό σύνολο ζωής, δεν έχει θέση στην αθηναϊκή δημοκρατία.
Ο Αθηναίος συνδυάζει τη θεωρία και την πράξη· τον λόγο που χρειάζεται, για να του δείξει πώς να ενεργήσει σωστά. Από τους άλλους ανθρώπους, αντίθετα, οι μισοί, όσοι δεν βάζουν το μυαλό τους να δουλέψει, φτάνουν στην αποκοτιά, οι άλλοι μισοί, όσοι στοχάζονται και καλοζυγιάζουν τα πράγματα, στο τέλος φοβούνται και δεν παίρνουν καμιάν απόφαση. Μόνο οι Αθηναίοι έχουν τόση δύναμη ψυχής, ώστε και να αναμετρούν καλά καλά τον κίντυνο και να αποθαρρεύονται να τον αντιμετωπίσουν.
Ο δύσπιστος αναγνώστης θα αναρωτηθεί, φοβούμαι, αν βρίσκονται πολλοί πάνω στη γη άνθρωποι, που να κλείνουν μέσα τους τόσες γόνιμες αντιθέσεις: δημοκρατικές και αριστοκρατικές αρχές· φιλοκαλία και απλότητα∙ θεωρία και δράση· επιμέλεια για τα οικεία και επιμέλεια για τα πολιτικά’ επίγνωση· του δεινού που έρχεται και κουράγιο να το αντιμετωπίσουν αντρίκια. Ακόμα θα αναρωτηθεί αν οι Αθηναίοι είχαν αλήθεια στα χρόνια του Περικλή καταφέρει να πραγματώσουν την τέλεια δημοκρατία, όσο μας την παρουσιάζει ο Επιτάφιος. Ο ίδιος ο Θουκυδίδης άλλωστε στο υπόλοιπο έργο τους δείχνει το πρόσωπο της αθηναϊκής πολιτείας ασκημισμένο από όχι λίγες κακότητες- ούτε η αδικία, ούτε η παρανομία, ούτε η αστοχασιά, ούτε τα αλόγιστα πάθη, ούτε καν η προδοσία είχαν λείψει στα χρόνια εκείνα, χρόνια πολέμου άλλωστε, ας μην το ξεχνούμε.
Στον δύσπιστο αναγνώστη θα ήθελα να θυμίσω πως την τέλεια εκπλήρωση ενός ιδανικού δεν την έχουν οι θεοί χαρίσει στον άνθρωπο, και ο Θουκυδίδης μας δίνει εδώ μιαν ιδανική εικόνα της αθηναϊκής δημοκρατίας. Το ιδανικό είναι το τέρμα ενός αγώνα, ένα τέρμα που όχι μόνο είναι άφταστο, αλλά και πρέπει να μείνει άφταστο· γιατί μόνο αν κυνηγήσεις το αδύνατο, θα κατορθώσεις αυτό που είναι ανθρώπινα δυνατό ως την άκρη. Η τελειότητα είναι των θεών μόνο κατηγόρημα, ενώ ο θνητός δεν κάνει άλλο παρά να παλεύει για την τελείωση του, κι ας το ξέρει και ο πιο γενναίος πως θα έρθει η ώρα κάποτε που θα γονατίσει στη μέση του δρόμου.
Είναι αλήθεια πως ο Θουκυδίδης δεν μας δίνει την πραγματική εικόνα της αθηναϊκής δημοκρατίας. Οπωσδήποτε, δεν έχουμε κανένα λόγο να τον κατηγορήσουμε γι’ αυτό, αφού γράφει λόγο πανηγυρικό, που από τη φύση του ανέχεται την υπερβολή του επαίνου. Άσχετα όμως με τον πανηγυρικό τόνο του λόγου, ποιος μπορεί ν’ αρνηθεί πως η Αθήνα του Περικλή στάθηκε περισσότερο από κάθε άλλη ιστορική περίοδο πιο κοντά στην πραγμάτωση μιας τέτοιας ιδανικής πολιτείας;
Και κάτι άλλο: Ένας λόγος πανηγυρικός δεν έχει μοναδικό σκοπό να ύμνησα αυτά που έγιναν, αλλά και να φρονηματίσει, δείχνοντας αυτό που πρέπει να γίνει – να φρονηματίσει πλασματικά τους σύγχρονους ακροατές, ουσιαστικά όμως όλον τον μεταγενέστερο κόσμο, όταν μάλιστα έχουμε να κάνουμε με ένα κτῆμα ἐς αἰεί, όπως η συγγραφή του Θουκυδίδη. Και είναι βέβαιο πως ο μεγάλος ιστορικός θέλησε να υψώσει μπροστά στον άνθρωπο όλων των καιρών και τόπων ένα ιδανικό ζωής, που αξίζει να παλέψει κανείς να το πραγματώσει, και ας μην τον αφήνει η ωμή ζωή να το πραγματώσει απόλυτα». (Ι.Θ. Κακριδής, Ελλήνων λόγοι, Θεσσαλονίκη 1981, σελ. 173-179)