Με αφορμή την ψήφιση και την εφαρμογή των αλλαγών στην «πολύπαθη» – κατά το κοινώς λεγόμενον – δευτεροβάθμια εκπαίδευση, καταγράφουμε – με ειλικρίνεια – κάποιες σκέψεις ζώντας την κατάσταση «από μέσα» επί 20 και πλέον συναπτά έτη ως μικρή συμβολή στο διάλογο που αναπτύσσεται τον τελευταίο καιρό.
Οι εκπαιδευτικοί δευτεροβάθμιας και πρωτοβάθμιας χρειάζονται, πρωτίστως, ενίσχυση της γνωστικής και παιδαγωγικής τους κατάρτισης. Αυτό μπορεί να γίνει με την εφαρμογή ενός συστήματος ενδοσχολικής – εστιάζουμε στο «ενδοσχολική» – επιμόρφωσης και αξιολόγησης. Είναι πολύ σημαντικό το δίπολο: αξιολόγηση – επιμόρφωση να καθίσταται αυτονόητο μέρος της επαγγελματικής κουλτούρας του εκπαιδευτικού και να μη θεωρείται ούτε να χρησιμοποιείται ως έξωθεν αυταρχική παρέμβαση μιας κρατικής – ή μήπως κομματικής; – γραφειοκρατικής ιεραρχίας. Αξιολόγηση και επιμόρφωση συνδυασμένη με τις άμεσες, υπαρκτές συνθήκες κάθε σχολικής μονάδας. Θα μπορούσε, μάλιστα, η σχολική μονάδα να επιλέγει τον τρόπο που η ίδια αξιολογείται από μία σειρά εναλλακτικών, εγκεκριμένων και προτεινόμενων πρωτοκόλλων αξιολόγησης από το Υπουργείο.
Καθοριστικής σημασίας, επίσης, είναι η αλλαγή του τρόπου εκπαίδευσης των εκπαιδευτικών. Οι σπουδές των καθηγητικών σχολών πρέπει να επεκταθούν στα 6 χρόνια (4 χρόνια: γνωστική επάρκεια = 1ο πτυχίο = εξετάσεις για εισαγωγή σε 2 χρόνια σπουδών παιδαγωγικής – διδακτικής επάρκειας και πρακτικής άσκησης = Μεταπτυχιακός τίτλος που οδηγεί σε διορισμό στη δημόσια εκπαίδευση). Με αυτόν τον τρόπο αναβαθμίζεται επιστημονικά και παιδαγωγικά ο εκπαιδευτικός, η σιγουριά της επαγγελματικής αποκατάστασης είναι ισχυρό κίνητρο να επιδιώξουν συνειδητά οι επιμελέστεροι μαθητές το επάγγελμα του εκπαιδευτικού, δηλαδή, οι «καλύτεροι» κάθε γενιάς να γίνονται εκπαιδευτικοί. Ο αριθμός των εισακτέων στο 2ο στάδιο των μεταπτυχιακών σπουδών μπορεί να εξαρτάται κάθε χρόνο από τις πραγματικές ανάγκες της πρωτοβάθμιας και της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης. Μετά από μια τέτοια «δοκιμασία» σκληρών, ποιοτικών σπουδών, το επάγγελμα του εκπαιδευτικού θα ανακτήσει το χαμένο κοινωνικό του κύρος, ενώ μια τολμηρή θεσμοθέτηση μισθολογικής διαφοροποίησης, ανάλογα με τα αποτελέσματα της αξιολόγησης, θα μπορούσε να ενδυναμώσει τις προσπάθειες για επαγγελματική βελτίωση καθενός εκπαιδευτικού. Τέλος, εμπεδώνεται στη συνείδηση όλων πως ο εκπαιδευτικός είναι ένας πλήρως καταρτισμένος «επαγγελματίας» με πιστοποιημένη την επάρκεια που απαιτεί το διδακτικό και το παιδαγωγικό του έργο.
Οι παραπάνω αλλαγές μπορούν μεσοπρόθεσμα να αλλάξουν το κοινωνικό και επαγγελματικό πρότυπο του εκπαιδευτικού ώστε να αποκατασταθεί η εμπιστοσύνη πολιτείας και κοινωνίας προς τους εκπαιδευτικούς της δημόσιας εκπαίδευσης, αλλά, κυρίως, να τονωθεί η αυτοπεποίθηση των ίδιων των εκπαιδευτικών. Εκπαιδευτικοί θα γίνονται όσοι συνειδητά επιλέγουν το επάγγελμα και όχι επειδή έτυχε ή τους προσφέρθηκε η ευκαιρία μιας αμέριμνης επαγγελματικής ζωής με μικρό, αλλά σταθερό εισόδημα μέσα στην ασφάλεια του δημοσίου. Αν μη τι άλλο, θα έχουμε εκπαιδευτικούς που είναι ευτυχισμένοι όταν διδάσκουν, που θα μπαίνουν με όραμα και ενθουσιασμό στις τάξεις τους, που αναζητούν ενημέρωση για τις εξελίξεις της επιστήμης τους και της παιδαγωγικής, έτοιμους να εγκαταλείψουν προκαταλήψεις και αγκυλώσεις βολέματος και μικροπολιτικής…