Αναδημοσίευση άρθρου του Τάκη Θεοδωρόπουλου στην «Καθημερινή» 31.07.24. Περιγράφει με ρεαλισμό και ειλικρίνεια το πρόβλημα της υποβάθμισης των φιλολογικών σπουδών στην Ελλάδα και τις επιπτώσεις του. Η ανάλυση μπορεί να συσχετιστεί και με τη γενικότερη παγκόσμια τάση υποτίμησης των ανθρωπιστικών σπουδών στην οποία έχουν αναφερθεί, με έμφαση, στοχαστές όπως η Μάρθα Νούσμπαουμ ή ο Νούτσιο Όρντινε.
«Κάποτε, όχι και τόσο κάποτε εδώ που τα λέμε, οι φιλολογικές σχολές των ΑΕΙ υποδέχονταν τους καλύτερους. Για να σπουδάσεις φιλολογία έπρεπε να αποδείξεις ότι σου αρέσει το διάβασμα κι ότι μπορείς να χειριστείς τον πολύπλοκο μηχανισμό της υπέροχης μηχανής των αρχαίων ελληνικών. Οι περίφημες βάσεις εισαγωγής στις φιλολογικές σχολές ήσαν οι υψηλότερες. Στην Αθήνα, για παράδειγμα, ήταν υψηλότερη ακόμη κι από τη Νομική. Η δε Φιλολογία του Αριστοτελείου αντιμετωπιζόταν όπως η Μεγάλη του Γένους Σχολή. Φέτος, για την εισαγωγή στη Φιλολογία του Αριστοτελείου απαιτούνταν λιγότερα μόρια κι από τις θεατρικές σπουδές. Δεν είναι να απορείς κατόπιν τούτου που διάφοροι θεατρολόγοι θεωρούν πως ο Αισχύλος υπερασπιζόταν τον αγώνα των Παλαιστινίων. Απλώς κανείς δεν τους έμαθε να διαβάζουν. Όπως δεν είναι να απορεί κανείς που οι Ελληνες μαθητές αποτυγχάνουν στην κατανόηση κειμένου. Οι χαμηλές βάσεις εισαγωγής στις φιλολογικές σχολές δίνουν και το μέτρο της εκτίμησης με την οποία αντιμετωπίζει το σχολείο την ανάγνωση, την ελληνική γραμματεία, τη γλώσσα. Διότι όλα ξεκινούν από τη μέση εκπαίδευση. Στην πρώτη εφηβεία θα κριθεί αν θα γίνεις αναγνώστης ή αν θα αντιμετωπίζεις την ανάγνωση ως μια ξεπερασμένη δραστηριότητα που την ασκούν μόνον όσοι δεν έχουν τι άλλο να κάνουν. Ο σημερινός κόσμος προσφέρει στον έφηβο όλες τις δυνατότητες να συμμετέχει ενεργά στην ηλεκτρονική οικουμένη. Το κενό που οφείλει να καλύψει το σχολείο είναι η σχέση του εφήβου με το πολιτισμικό μας κεφάλαιο.
Με τις ίδιες ελάχιστες απαιτήσεις αντιμετωπίζονται και όσοι θέλουν να σπουδάσουν αρχαιολογία. Κι εκεί οι βάσεις είναι χαμηλές. Κι αυτό σε μια χώρα που υποτίθεται ότι θέλει να προσελκύσει φοιτητές απ’ όλον τον κόσμο για να σπουδάσουν αρχαιολογία από «πρώτο χέρι». Αν εμείς οι ίδιοι κατεβάζουμε τον πήχυ των απαιτήσεων τόσο χαμηλά, πώς θα πείσουμε τους άλλους ότι αξίζει τον κόπο το αγώνισμα; Πόσες γενιές φιλολόγων έχουν κοπιάσει για να ρίξουν το επίπεδο της τέχνης τους; Πόση παπαγαλία έχει ξοδευτεί για να πεισθούν οι μαθητές ότι η τέχνη της ανάγνωσης είναι μια ανιαρή και άχρηστη δραστηριότητα; Δεν ισχυρίζομαι ότι το «κάποτε» ήταν καλύτερο από το τώρα. Το σπέρμα της σημερινής απαξίωσης βρίσκεται στον φορμαλισμό από τον οποίον έπασχαν πάντοτε οι εν Ελλάδι φιλολογικές σπουδές. Όμως, αντί να διορθώσουμε τις αγκυλώσεις του παρελθόντος, τις εντάξαμε στον κανόνα της «ήσσονος προσπαθείας» και των ελάχιστων απαιτήσεων για να έχουμε το κεφάλι μας ήσυχο. Η πολιτεία δεν δείχνει να αντιλαμβάνεται τη σοβαρότητα του προβλήματος. Κι ότι εκεί διακυβεύεται η ύπαρξη της γλώσσας μας και κατά συνέπεια της εθνικής μας συνείδησης. Αν δεν υπάρχουν αναγνώστες ελληνικών, η γλώσσα μας θα πεθάνει από έλλειψη οξυγόνου».