Με τίτλο «Πατρίδα είναι η γλώσσα μου» η χθεσινή συνέντευξη του ιταλού, κοσμοπολίτη λογοτέχνη Αντόνιο Ταμπούκι στο περιοδικό «Επτά» της Ελευθεροτυπίας από τον Χρήστο Σιάφκο: «Ζω πια λίγο σαν τους Τσιγγάνους: Στο Παρίσι, όπου έχω ένα μικρό διαμέρισμα που αγόρασα πολλά χρόνια πριν, όταν δίδασκα εκεί, ή στο σπίτι της ρίζας μου. Αλλα και ανάμεσα στην Πίζα και στη Λούκα, στο σπίτι του παππού μου, όπου πέρασα τα παιδικά μου χρόνια κι όπου πια διατηρώ τη βιβλιοθήκη μου. Κι έπειτα στη Λισαβόνα, που είναι η πόλη της γυναίκας μου»…Κάποιος θα ένιωθε άπατρις μ’ αυτές τις συνεχείς μετακινήσεις από χώρα σε χώρα: «Μπορούμε να δούμε το ποτήρι μισογεμάτο ή μισοάδειο» απαντά ο συγγραφέας. «Ή είμαι άπατρις ή έχω πολλές πατρίδες. Πρόκειται για πλεονέκτημα. Ειδικά αν σκεφτεί κανείς πως αυτή τη στιγμή υπάρχουν χιλιάδες άτομα που στ’ αλήθεια δεν έχουν πατρίδα. Δεν τους θέλει κανείς τους έρημους. Ομως στην πραγματικότητα πατρίδα είναι η γλώσσα μου, γιατί ζω μέσα σ’ αυτή, την κατοικώ. Η πατρίδα του συγγραφέα είναι η μητρική του γλώσσα. Τη βάζει στην τσέπη του και την πάει όπου θέλει».
Το «Ταξίδια κι άλλα ταξίδια» γίνεται συχνά η πρόφαση για μία και μοναδική διαδρομή, αυτή μέσα στη λογοτεχνία. Θα πει ο Ταμπούκι: «Οντως υπάρχουν πολλά βιβλία στα ταξίδια μου ή μπορεί και να υπάρχουν πολλά ταξίδια στα βιβλία. Σίγουρα πάντως τα ταξίδια έγιναν με τα βιβλία και χάρη στα βιβλία ή με την υπόδειξή τους ή συχνά επίσης σ’ ένα ταξίδι βρίσκεις ένα βιβλίο και τότε χάρη σ’ αυτό ανακαλύπτεις εκτός από τον τόπο και τους ανθρώπους του». Από παιδί, εκείνος ανακάλυψε τον κόσμο μέσα από έναν μαθητικό άτλαντα. Ταξίδεψε πολύ με τον νου του αρχικά και στη συνέχεια, όπως λέει ο ίδιος, με κάθε δυνατό τρόπο. Με τα πόδια και το σακίδιο στην πλάτη ως νέος, με μοτοσυκλέτα ή βεσπάκι κι αυτοκίνητο: «Λένε πως ο κόσμος είναι πολύ μικρός. Μα δεν είναι αλήθεια, είναι πολύ μεγάλος και ήταν η περιέργειά μου που με έσπρωχνε σ’ αυτόν. Είναι όμως αδύνατο να τον γνωρίσεις όλο. Και δεν είναι αλήθεια, όπως λένε, ότι όλα μοιάζουν σήμερα. Η ομορφιά του κόσμου έγκειται στη διαφορετικότητά του» μου λέει και προσθέτει: «Κι ακριβώς γιατί ο κόσμος είναι τόσο διαφορετικός, το ταξίδι προσφέρει τη σοφία. Και, αν οι χώρες είναι διαφορετικές, οι άνθρωποι μοιάζουν έχοντας δύο μονάχα επιλογές στη ζωή τους, να κλαίνε ή να γελάνε. Πίστευαν ότι ο Δημόκριτος ήταν τρελός, γιατί γελούσε συνέχεια. Κι έτσι κάλεσαν τον Ιπποκράτη κι αυτός κατάλαβε αμέσως πως ο φιλόσοφος γελούσε επειδή δεν ήθελε να κλάψει».
Παλιός φίλος της Ελλάδας και ιδιαίτερα της Κρήτης, ο Ταμπούκι λέει πως ο έρωτάς του για τη χώρα μας γεννήθηκε όταν ήταν ακόμα φοιτητής. «Ομως ήταν ένας έρωτας πλατωνικός. Μετά έρχεται μια στιγμή στη ζωή που οι προτιμήσεις μας στρέφονται προς τον Αριστοτέλη. Αναζητούμε την εμπειρία… Πιστεύω πως για να γνωρίσεις μια χώρα είναι σημαντικό να γνωρίσεις τους ανθρώπους της, έστω και έναν. Ή να υπάρξεις με μια γυναίκα, κάτι που μου συνέβη όντως, αφού η σύζυγός μου είναι από την Πορτογαλία»…«Η χώρα σας αποτελεί αρχέτυπο για πολλές περιπτώσεις» λέει ο Ταμπούκι. «Οπως μόνο με τις ελληνικές ετυμολογίες μπορούμε να καταλάβουμε κάποιες λέξεις, έτσι και με την κλασική ελληνική ιστορία μπορούμε να κατανοήσουμε το νέο. Η μορφή του Μπερλουσκόνι σίγουρα αναφέρεται στην κλασική Ελλάδα. Αλλάζουν μονάχα οι μάσκες αλλά οι κατηγορίες παραμένουν. Κι εκείνο που είναι μεγάλο στην κλασική ελληνική κουλτούρα είναι ότι ακριβώς ανακάλυψε αυτές τις κατηγορίες»…Εχοντας κάνει τον γύρο της Γης, ο Ταμπούκι κλείνει το «Ταξίδια και άλλα ταξίδια» γράφοντας για εκείνους που δεν απέκτησαν ποτέ ένα κομμάτι γης και πως μόνο με τον θάνατό τους θα κερδίσουν δύο μέτρα απ’ αυτήν: «Φτάσαμε στον 21ο αιώνα και το αιτούμενο του Ναζωραίου δεν έγινε ποτέ πραγματικότητα. Είναι κάτι πολύ απλό που λέγεται δικαιοσύνη. Κάτι για το οποίο ακόμα κάποιοι προσπαθούμε».
Δείτε και τη συνέντευξή του στο Βασίλη Λεβαντίδη από τον «Ιανό» της Θεσσαλονίκης:
[youtube=http://www.youtube.com/watch?v=Q5qnJs0bs-s&h=320&w=420]